ΟΙ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ και τα μίντια του Ισραήλ τις τελευταίες ημέρες διατυπώνουν την ανάγκη και την προοπτική η χώρα και κατά τη διάρκεια του πολέμου και έπειτα από αυτόν να αναγνωρίζει ως πλέον στενούς συμμάχους την Ελλάδα και την Κύπρο σε όλα τα επίπεδα.

Αυτό το πολύ θετικό περιβάλλον για τα κράτη των Ελλήνων δεν είναι κάτι καινούργιο. Έχει καλλιεργηθεί και εμπεδωθεί με «στρατηγικό βάθος» ύστερα από επαφές, συμφωνίες, συναντήσεις, διαβουλεύσεις και ώσμωση μεταξύ των λαών για πάνω από μια δεκαετία.

Η επιπλέον ένταση στις θετικές σχέσεις με την Ελλάδα εξελίσσεται με την Ιερουσαλήμ και τον παγκόσμιο Εβραϊσμό στην παρούσα φάση και ως αντανάκλαση της απολύτως εχθρικής στάσης που έχει πλέον υιοθετήσει η Τουρκία απέναντι στο Ισραήλ, υπέρ της Χαμάς που αναγνωρίζει ως απελευθερωτική δύναμη που νομιμοποιείται να αποφασίσει και να εκτελέσει το μακελειό της 7ης Οκτωβρίου, διακηρύσσοντας ουσιαστικά την εχθρότητά της σε καθετί δυτικό ως «σταυροφορικό» και εντασσόμενη στη «διεθνή της Τζιχάντ» από την πλευρά των σουνιτών.

Υπήρξε έκπληξη για πολλές δυτικές κυβερνήσεις, μεταξύ αυτών και της ελληνικής, η ευθεία εμπλοκή της Άγκυρας στον πόλεμο Ισραήλ - Χαμάς με την πλευρά της τρομοκρατίας. Η διακυβέρνηση Ερντογάν και ο ίδιος ο πρόεδρος της Τουρκίας αρχικά είχαν κρατήσει πιο μετριοπαθή στάση. Ανάλογη με τη συνήθη στρατηγική της «επιτήδειας ουδετερότητας» που η γειτονική χώρα ιστορικά διατηρεί στις μεγάλες συγκρούσεις.

Σε μια πρώτη φάση η Άγκυρα επεδίωξε να της αναγνωρισθεί ρόλος «εγγυητή» στη Λωρίδα της Γάζας, δηλώνοντας ότι ήταν έτοιμη να αποστείλει και στρατιωτικές δυνάμεις στην περιοχή μόλις οι συνθήκες το επιτρέψουν. ΟΥΔΕΙΣ έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα σε μια τέτοια προοπτική. Ούτε το Ισραήλ, ούτε οι αραβικές κυβερνήσεις, ούτε οι ΗΠΑ, ούτε καν η οικογένεια των Αλ-Θάνι του εμιράτου του Κατάρ, που αποτελούν στενούς συμμάχους της Τουρκίας.

Στη συνέχεια η Άγκυρα με συνεχείς παρεμβάσεις Ερντογάν ανέβασε τους τόνους της αντιπαράθεσης με την Ιερουσαλήμ, εμφάνισε τους στενούς δεσμούς της με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα. Η ένταξη στον πόλεμο της Τουρκίας με την πλευρά της Τζιχάντ είναι γεγονός ότι δημιούργησε απορίες στο ευρωπαϊκό «γκρουπ» και ανησυχία στην Αθήνα και τη Λευκωσία για επέκταση της έντασης προς το «μέτωπο» της Αθήνας ή της Λευκωσίας. Κι όμως το πιο πιθανό είναι ότι η Τουρκία επί του παρόντος δεν θα επιχειρήσει την επέκταση των «μετώπων» έντασης ούτε προς την Ελλάδα ούτε προς την Κύπρο. Με δεδομένο ότι το πλέον ισχυρό, επιδραστικό πρόσωπο στο παλάτι του «σουλτάνου» είναι ο υπουργός Εξωτερικών και για περί που μια δεκαετία πριν επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών της χώρας, Χ. Φιντάν, όλη η προσοχή και οι κινήσεις της Τουρκίας θα επικεντρωθούν στον μουσουλμανικό κόσμο και την Ανατολή. Και πιο συγκεκριμένα στην επικράτηση των δυνάμεων της Τζιχάντ υπό την καθοδήγηση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στην Αίγυπτο, στο Μαρόκο και την Τυνησία.

ΚΙΝΗΜΑΤΑ τύπου Αραβικής Άνοιξης, ένοπλα ή μη, θα δημιουργήσουν ένα χάος στις χώρες αυτές, με τη Λιβύη ήδη να βρίσκεται σε απορρύθμιση και τον Λίβανο στη διάθεση της Χεζμπολάχ, που είναι σύμμαχος από την πλευρά των σιιτών του Ιράν και των Φρουρών της Επανάστασης.

Η Τουρκία επενδύει εμφανώς επίσης σε συν θήκες αποσταθεροποίησης στη Σαουδική Αραβία, στις χώρες του Κόλπου και σε έναν νέο κύκλο αίματος στην Ευρώπη. Ο πρώτος στόχος της Τουρκίας βρίσκεται στη Μεσοποταμία (Συρία, Ιράκ), στη συγκρότηση ενός νέου παλαιστινιακού κράτους στη συνέχεια και σε ένα νέο τόξο ισχύος από την Υεμένη μέχρι τη Λιβύη. Μόλις το επιτρέψουν οι συνθήκες, θα επιχειρήσει από θέση ισχύος μια νέα «επιτήδεια ουδετερότητα» με τη Δύση. Έλληνες και Κύπριοι έπονται…

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» την 1η/11/2023