Το Ισραήλ δεν είναι πλέον στρατηγικά µόνο του, όπως τις πρώτες δεκαετίες µετά τη συγκρότησή του. Οι δυνάµεις της περιοχής και της Μεσογείου δεν συγκλίνουν µεταξύ τους και απέναντί του όπως σε προηγούµενες εποχές, του Πολέµου των έξι ηµερών ή του Γιοµ Κιπούρ. Όλα ξεκινούν από τη σύγκλιση τεσσάρων δυνάµεων της περιοχής, θεωρητικά ασύµπτωτων µεταξύ τους ή µε σχέσεις καχυποψίας. Βρισκόµαστε στην αρχή της δεκαετίας του 2010-2020. Οι δυνάµεις αυτές ήταν τα δύο κράτη των Ελλήνων, Ελλάδα και Κύπρος, το κράτος των Εβραίων, Ισραήλ, και µια από τις πλέον σηµαντικές παλαιές δυτικότροπες δυνάµεις του Ισλάµ, η Αίγυπτος.

Από εκεί ξεκινούν όλα, µε την Αραβική Άνοιξη να παράγει ανατροπές και πολεµικές άτακτες συγκρούσεις σε σειρά χωρών. Με το κουαρτέτο αυτό, του οποίου δύο χώρες είναι και µέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και µια, η Ελλάδα, µέλος του ΝΑΤΟ, συνέπλευσαν και στήριξαν διπλωµατικά και τελικά γεωπολιτικά οι ΗΠΑ και η Γαλλία. Το κουαρτέτο αυτό συνδέθηκε βαθµηδόν στην πορεία σε διάφορα επίπεδα -εµπορικά, ενεργειακά, οικονοµικά αλλά και στρατιωτικά ή ως προς τη γεωπολιτική οπτική- µε τα Ηνωµένα Αραβικά Εµιράτα, τη Σαουδική Αραβία, την Ιορδανία.

Στην επόµενη φάση εξέλιξης, και ενώ ο αρχικός πυρήνας του γκρουπ αυτού αποκτούσε αυτοπεποίθηση και διπλωµατική οικειότητα στις µεταξύ του επαφές και τις στρατιωτικές ασκήσεις, στην τελευταία φάση της διακυβέρνησης Τραµπ στις ΗΠΑ, ο εκ του «βαθέος κράτους» των υπηρεσιών εθνικής ασφαλείας της υπερδύναµης υπουργός Εξωτερικών, Μ. Ποµπέο, ανακοίνωσε και προώθησε µε θεαµατικές κινήσεις τις επονοµαζόµενες «συµφωνίες του Αβραάµ».

Στη βάση αυτή κεντρικός στόχος από την πλευρά της ∆ύσης γίνεται η εµπέδωση των σχέσεων Ισραήλ - Αράβων σε µεγαλύτερο εύρος και διαστάσεις από το αρχικό κουαρτέτο, φέρνοντας σε βασική προτεραιότητα τη συγκρότηση άξονα ειρήνης, σταθερότητας και ανάπτυξης τη σχέση πλέον Ισραήλ - Σαουδικής Αραβίας στη ∆υτική Ασία, ανοίγοντας ταυτόχρονα τον γεωπολιτικό κύκλο στις χώρες του Κόλπου, Μπαχρέιν, Οµάν, Κουβέιτ κ.λπ. ∆ηµιουργείται παράλληλα και ένα πιο ισχυρό τόξο στη Βόρεια Αφρική, σχετιζόµενο µε την εν γένει εξέλιξη, ειδικά στις πρώην γαλλικές αποικίες του Βασιλείου του Μαρόκου και της Τυνησίας, ενώ γρίφος µένουν µια σειρά από κατεστραµµένες χώρες όπως η Λιβύη, ο Λίβανος και τα κράτη της Μεσοποταµίας Συρία και Ιράκ. Ενώ, επίσης την περίοδο της προεδρίας Τραµπ, είχαµε στη «σκακιέρα» και την ιδέα του αυτόνοµου Κουρδιστάν στο έδαφος της Μεσοποταµίας, η όλη οπτική αποδυναµώθηκε την περίοδο της ηγεσίας των ∆ηµοκρατικών στις ΗΠΑ.

Επίσης η εξωτερική πολιτική των Αµερικανών στα χρόνια Μπάιντεν προσπάθησε να ισορροπήσει σε δυο βάρκες: µεταξύ του σε εξέλιξη αυτού συνασπισµού -ενώ έδειξε γεωπολιτική ανοχή στον «άξονα της αντίστασης»- και του επιθετικού έναντι της ∆ύσης και του Ισραήλ Ισλαµικού Χαλιφάτου, που θέλει να συνδέσει τις δυνάµεις των σιιτών µε τους σουνίτες και να αποκτήσει µεγάλη µερίδα ισχύος και επιρροής στους αναπτυσσόµενους BRICS, τον άξονα της Ασίας σε άµεση σχέση µε την Κίνα και τη Ρωσία. Το Ιράν συγκροτεί έτσι και αυτό µια µεγάλη συµµαχία απέναντι στο Ισραήλ και τις «συµφωνίες του Αβραάµ» εξοπλιζόµενο και εξοπλίζοντας τη Ρωσία, που και αυτή πολεµά στην Ουκρανία απέναντι στη ∆ύση. Αλλά και την Κίνα, που «καταστρέφει» τις δυτικές κυρώσεις, απορροφώντας για τις δικές της ανάγκες το 90% των ενεργειακών πόρων που παράγει το Ιράν.

Η Τουρκία από το 2016, νιώθοντας «έκκεντρη» στις συµµαχίες της Μεσογείου και αντίπαλος στις «συµφωνίες του Αβραάµ», αποτελεί τη µόνη χώρα του ΝΑΤΟ -άλλωστε είναι και η µόνη ασιατική σε αυτό- που συγκλίνει µε τον «άξονα» του Ιράν σε όλα τα επίπεδα, στηρίζοντας τη βασική ιδέα του παγκόσµιου Ισλαµικού Χαλιφάτου και τους «αντιπροσώπους» του, µαζί µε το Ιράν, στην εν γένει περιοχή.

Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή