Στην Ελλάδα, αν και παλαιό µέλος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το δέκατο κατά σειρά ένταξης, για πολλές δεκαετίες αντιµετώπιζαν οι ηγεσίες της την Ένωση είτε σαν την «κότα µε τα χρυσά αυγά», είτε µε δέος και αµηχανία σαν µια πραγµατικότητα που η χώρα µας θα έπρεπε κάποια στιγµή να φθάσει. ∆εν είναι άσχετο µε την ψυχολογία αυτή και την αµηχανία διαρκείας ενδεχοµένως το γεγονός ότι η χώρα µας εντάχθηκε στην ενιαία Ευρώπη για συµβολικούς περισσότερο λόγους, και πάντα µε σηµαίνουσα γαλλική στήριξη στην πορεία. Το ίδιο περίπλοκο σκηνικό υπήρξε και όταν η Ελλάδα προχώρησε από την ΕΟΚ στην Ευρωζώνη το 2000, όπου εκ των υστέρων κατηγορήθηκε για λανθασµένα λογιστικά στοιχεία της Οικονοµίας της. Ακολούθησε η δηµοσιονοµική κατάρρευση δέκα χρόνια µετά την ένταξη στη Ζώνη του ευρώ και καταλήγουµε στο σήµερα και την πρώτη µεταµνηµονιακή καθαρά διακυβέρνηση υπό την ηγεσία Μητσοτάκη.

Ο σηµερινός πρωθυπουργός, σε αντίθεση µε τους προκατόχους του, χειρίζεται τα ευρωπαϊκά ζητήµατα µε αυτοπεποίθηση, επάρκεια και ευελιξία. Σε κάθε περίπτωση χωρίς τα συµπλέγµατα κατωτερότητας που χαρακτήριζαν την ελληνική πολιτική για σειρά δεκαετιών. Βεβαίως ο κ. Μητσοτάκης είναι πολύ προσεκτικός, συνεπής και ειλικρινής µε τα στοιχεία, τις προτεραιότητες και τα δηµοσιονοµικά όρια του κρατικού προϋπολογισµού ή των υποχρεώσεων που προκύπτουν από το επιπλέον χρέος. Ο κ. Μητσοτάκης εξάλλου, όπως και µε τις ΗΠΑ ή τους διεθνείς οίκους επενδύσεων ή αξιολόγησης, είναι πολύ σοβαρός και συγκροτηµένος στη «σκακιέρα» που έχει µπροστά του. Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι συµµετέχει όχι µόνον στη διαπραγµάτευση και τους συσχετισµούς των Συµβουλίων Κορυφής, αλλά και των «διαδρόµων» των Βρυξελλών, όπου οι Έλληνες πολιτικοί φοβούνταν ακόµη και να πλησιάσουν.

Η µεγάλη διαφοροποίηση του σηµερινού Έλληνα πρωθυπουργού είναι ότι δεν συνδέει την πολιτική και τις επιλογές της Ελλάδας µε την ταύτιση στις επιλογές ενός συµµάχου στην Ευρώπη. Για παράδειγµα της Γαλλίας, κάτι που ενδεχοµένως «πικραίνει» τον Εµ. Μακρόν από καιρού εις καιρόν. Η Ελλάδα όµως δεν είναι ακόλουθος ούτε της Γερµανίας, όπως για παράδειγµα την εποχή της διακυβέρνησης του «ευρωπαϊστή» Σηµίτη.

Ο Κ. Μητσοτάκης, πέραν της αυτονοµίας των πολιτικών και των στρατηγικών της Ελλάδας στη βάση των ειδικών συµφερόντων και των επιδιώξεών της, συµµετέχει και στο «παιχνίδι» των προσώπων που διοικούν την Ένωση. Για παράδειγµα, στην παρούσα φάση, από πέρυσι κιόλας η Ελλάδα έχει ταχθεί υπέρ της δεύτερης θητείας της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στην Επιτροπή, πρόταση και του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόµµατος. Αλλά ο Έλληνας πρωθυπουργός έχει και χωριστές διαβουλεύσεις και µε τον νέο πρωθυπουργό της Πολωνίας, κ. Τουσκ, µε τον οποίο έχουν αναλάβει από την πλευρά του ΕΛΚ να υπερασπιστούν την υποψηφιότητα Φον ντερ Λάιεν.

Η Ελλάδα ταυτόχρονα -και λογικά- δεν συµµετέχει στο επονοµαζόµενο «τρίγωνο της Βαϊµάρης», στο οποίο όµως συµµετέχει ο Τουσκ µαζί µε τον Μακρόν και τον Σολτς, τη Γαλλία και τη Γερµανία δηλαδή, που µάλλον αµφισβητεί τη δεύτερη θητεία της σηµερινής προέδρου της Κοµισιόν. Η Ελλάδα διά του πρωθυπουργού της δείχνει µεγάλη κινητικότητα και παρέµβαση και στο παρασκήνιο για την εκλογή επιτρόπων ή του προέδρου του Συµβουλίου. ∆ιατηρεί σχέσεις θετικές µε την Ιταλίδα οµόλογό του, κυρία Μελόνι, και τον ειδικού ευρωπαϊκού βάρους επίσης Ιταλό πρώην επικεφαλής της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, ή µε την επικεφαλής του Ευρωκοινοβουλίου, Ροµπέρτα Μετσόλα.

Η «σκακιέρα» Μητσοτάκη είναι ασυνήθιστα ευρωπαϊκή για την Ελλάδα, για τον λόγο αυτό κάποιοι -µάλλον και πάλι συµπλεγµατικά σκεπτόµενοι- βιάζονται να τον στείλουν στην Ευρώπη, αλλά αυτός επιµένει στις αρµοδιότητες του πρωθυπουργού που του εµπιστευτήκαν οι πολίτες µέχρι τουλάχιστον το 2027. Όπως δηλώνει δηµόσια και ο ίδιος, θα συνεχίσει να εκπροσωπεί µε προϋποθέσεις την Ελλάδα στην Ευρώπη και όχι το αντίστροφο.

Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή