Ασφυκτικές είναι οι διεθνείς πιέσεις στο Ισραήλ να µη δώσει συνέχεια στη σύγκρουση µε την Τεχεράνη, µετά τη µαζικού τύπου πολεµική επίθεση που εδέχθη το προηγούµενο Σάββατο-ξηµερώµατα Κυριακής.

*Διαβάστε εδώ: Αναστολή συµµετοχής στη Συνθήκη CFE από την Τουρκία

Σε αντίθεση µε το δυστοπικό µέτωπο της Γάζας και τις στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον της «Χαµάς», που κρύβεται µέσα στον ιστό των αµάχων, η σύγκρουση Ιράν - Ισραήλ γίνεται µε πιο καθαρούς όρους. Υπάρχουν δύο κράτη, υπάρχουν ένοπλες δυνάµεις, επιλέγονται γενικώς στρατιωτικοί ή εξειδικευµένοι στόχοι. ∆εν είναι µια σύγκρουση που θα κινηθεί στη βάση της καταστροφής των πόλεων και της σφαγής των αµάχων.

Είναι όµως, από την άλλη, µια κεντρική σύγκρουση στη ∆υτική Ασία, πρωταρχικής σηµασίας, που η κλιµάκωσή της µπορεί να έχει καθοριστικής σηµασίας επιπτώσεις στη διεθνή οικονοµία και τις θαλάσσιες µεταφορές. Αρκεί να σκεφθούµε ότι στα προβλήµατα που δηµιουργούν οι «Χούθι» στην Ερυθρά Θάλασσα και στο πέρασµα για το Σουέζ µπορεί να προστεθούν επισφάλειες για τα Στενά του Ορµούζ. Πέραν αυτών, µια ανοιχτή σύγκρουση Τεχεράνης - Ιερουσαλήµ ενδεχοµένως θα έχει ευρεία περιφερειακή έκταση, έστω και αν δεν εξελιχθεί σε παγκόσµιο πόλεµο, γιατί εµπλέκει µια σειρά χωρών, πέραν του Ιράν και του ίδιου του Ισραήλ, όπως ο Λίβανος, η Συρία, το Ιράκ, η Υεµένη.

Χώρες που στην πλειονότητά τους είναι ήδη κατεστραµµένες ή χωρίς σταθερή δοµή και διοίκηση από προηγούµενους πολέµους, που σχετίσθηκαν µε την αντι-τροµοκρατία, την Αραβική Άνοιξη, τη σύγκρουση µε το Ισλαµικό Κράτος του ISIS.

Αλλά πού βρισκόµαστε σήµερα; Αν υποθέσουµε ότι όλα σταµατούσαν εδώ στη µαζική κήρυξη πολέµου από το Ιράν στο Ισραήλ, που µάλιστα για το ισλαµικό καθεστώς των Αγιατολάχ τα εδάφη του Ισραήλ είναι κατεχόµενα από τους Εβραίους και όχι επικράτεια συγκροτηµένου και αναγνωρισµένου κράτους, τι θα σήµαινε αυτό;

Η έκφραση «το κάναµε, τελειώσαµε» της Τεχεράνης µετά την απολύτως στρατιωτική επιχείρηση θα αποτελούσε «κατάσταση κυριαρχίας» και η επίδειξη δύναµης ασχέτως αποτελέσµατος, αφού ανασχέθηκε στο 99%, θα αποτελούσε ενθάρρυνση για το µέλλον. Και ποιο θα ήταν το µέλλον; Ορατό.

Σύµφωνα µε ισραηλινές πηγές των υπηρεσιών πληροφοριών τους, η Τεχεράνη έχει φθάσει ήδη στο πυρηνικό της πρόγραµµα στην κατασκευή των πρώτων βοµβών µε πυρηνικές κεφαλές και αναζητά τώρα την ενσωµάτωση βαλλιστικών πυραύλων που θα τις µετατρέψουν σε επιχειρησιακό όπλο.

Το ίδιο το Ιράν, άλλωστε, απειλεί µε αλλαγή του «πυρηνικού» δόγµατος σε επιθετικό. ∆ηλαδή, αν όλα τελειώσουν εδώ, θα ξαναµαζευτεί η ∆ύση κάποια κοντινή στιγµή να µιλήσει µε τους Αγιατολάχ και τους «Φρουρούς της Επανάστασης», τον ένοπλο βραχίονα της παγκόσµιας ισλαµικής τροµοκρατίας, στη βάση πλέον των πυρηνικών όπλων. Κατ’ αντιστοιχία, η Σαουδική Αραβία θα δικαιούται πυρηνικά, η Τουρκία, που φιλοδοξεί να έχει την ισχύ της ενδιάµεσης -και όχι ΝΑΤΟϊκής- δύναµης, στην Ανατολή επίσης -µε τη στήριξη µάλιστα των Ρώσων-, και ούτω καθεξής.

Οι Ισραηλινοί πολλές φορές στις ιδιωτικές συζητήσεις τους λένε ότι «πολεµούν για όλους µας». Εννοούν τις δυτικές δηµοκρατίες και τα έθνη. Στη βάση µιας τέτοιας επόµενης πραγµατικότητας πώς θα τοποθετηθούν οι ηγεσίες των ΗΠΑ και της Ευρώπης και µε ποια µέσα θα εγγυηθούν την ισορροπία ισχύος του τρόµου µε τη Ρωσία ή την Κίνα; Και πέραν αυτών, πώς θα αντιδράσουν οι συγκροτηµένες δυνάµεις στη διάχυση των πυρηνικών ή µικρών πυρηνικών τα οποία ενδεχοµένως η Τεχεράνη θα διασπείρει στους στρατιωτικούς συµµάχους της, τύπου «Χεζµπολάχ», «Χούθι», «Χαµάς» και «Τζιχάντ»;

Το νόηµα χάνεται και οι στρατηγοί και αξιωµατούχοι της Ουάσινγκτον κατ’ αρχάς έχουν να σκεφθούν κάτι αρκετά περίπλοκο. Πού βρίσκεται η «κεφαλή του φιδιού»;

Στη Μόσχα, όπως για παράδειγµα δηλώνει στα διεθνή µίντια ο στρατηγός Μπεν Χότζες, ή µήπως περιφερειακά στη ∆υτική Ασία, και συγκεκριµένα στο Ιράν των «Φρουρών της Επανάστασης»; Γιατί στην πρώτη περίπτωση θα πρέπει να συνεχισθεί ο πόλεµος στο µέτωπο της Ουκρανίας µέχρι τελικής πτώσης. Στη δεύτερη, στον πόλεµο στον Βορρά, θα πρέπει να αναγνωριστούν τα όριά του και η διχοτόµηση της Ουκρανίας να αρχίσει να αναγνωρίζεται ως ρεαλισµός. Ταυτόχρονα, η δυτική συµµαχία θα πρέπει -όχι άµεσα, αλλά σε τακτικό πλάνονα υπολογίζει τη σύγκρουση µε τους «Φρουρούς της Επανάστασης» ως τελική λύση, καθώς και την απελευθέρωση της Περσίας από το ισλαµικό καθεστώς ως αποτέλεσµα.

Η Ρωσία, ακόµα και αυτή του Πούτιν, από τον µακρύ Ψυχρό Πόλεµο γνωρίζει τους κανόνες του παιχνιδιού του παγκόσµιου διπολισµού.

Οι Αγιατολάχ και το «δίκτυο της αντίστασης» των Μουτζαχεντίν δεν δίνουν τέτοια εχέγγυα για να τους επιτραπούν τελικά τα πυρηνικά. Αν αξιολογήσουµε µάλιστα τα δεδοµένα από τις 7 Οκτωβρίου 2023 και το «µακελειό» στα εδάφη του Ισραήλ της «Χαµάς» και της «Τζιχάντ», που υπέθαλψε το Ιράν, µε τις αβαρίες που αυτό έφερε στις «Συµφωνίες του Αβραάµ», που µεταξύ των άλλων θα ενίσχυαν τη διαδικασία αναίµακτης εξοµάλυνσης και συντονισµού στο Παλαιστινιακό, καθώς και την τελευταία µαζική επίθεση σε βάρος του κράτους του Ισραήλ, κάθε άλλο παρά αισιοδοξία διαχέεται.

Βεβαίως, τελικά τις αποφάσεις λαµβάνουν οι Ισραηλινοί για λογαριασµό όλων, µέσα από τις επιλογές και τον επιχειρησιακό σχεδιασµό του Συµβουλίου Εθνικής Ασφαλείας τους. Στο πλαίσιο της απάντησης, πάντως, προβλέπεται να κινηθούν στους αρµούς που προδιαγράφει η πρώην πράκτορας της Μοσάντ και διευθύντρια του προγράµµατος INSS για το Ιράν, Σίµα Σάιν: «Με στόχο στρατιωτικές εγκαταστάσεις, όχι κατά του πληθυσµού, όχι κατά οικονοµικών στόχων». Βέβαια, στους στρατιωτικούς στόχους λογίζονται και αυτοί της παραγωγής πυρηνικών όπλων ή οι πιθανοί τέτοιοι.

Σε µια τέτοια περίπτωση το Ισραήλ θα πρέπει να στηριχθεί. Αν τουλάχιστον η παγκόσµια οικονοµία και ο διεθνής υπό διαµόρφωση ανταγωνισµός από την πλευρά της ∆ύσης θέλουν να κερδίσουν χρόνο και µεγαλύτερη προβλεψιµότητα περιβάλλοντος.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά» στις 20/04/2023