Ο κόσµος αλλάζει µε ραγδαίους ρυθµούς. Η παγκοσµιοποίηση, όπως αυτή ορίσθηκε και χαράχθηκε στο τέλος του Ψυχρού Πολέµου και του παγκόσµιου διπολισµού, προέβλεπε το τέλος των εθνών και τη συγκρότηση ενός «παγκόσµιου χωριού» διεθνών αγορών, 100 κεντρικών εταιρειών και τραπεζών και µιας µάζας πληθυσµού πέρα από εθνικές ταυτότητες, θρησκευτικές δοξασίες, φύλο, χρώµα και γλώσσα, που ακολουθεί ουσιαστικά µια παγκόσµια κουλτούρα «δικαιωµατισµού» και «politically correct» αντίληψης περί ατοµικών ελευθεριών -εµπεδωµένων µέσω των διαδικτυακών δικτύων επικοινωνίας και της showbiz- ενός «παγκόσµιου χωριού» συνδεόµενου µεταξύ του µέσω της κατανάλωσης και της ιδεολογίας της κατανάλωσης, που θα ελέγχουν τα δίκτυα των 100 «παγκόσµιων» εταιρειών.

Η διαδικασία αυτή της παγκοσµιοποίησης άρχισε να δοκιµάζεται από την κρίση των «ασιατικών τίγρεων» στα χρηµατιστήρια της Ασίας, στη συνέχεια της συνέβη η πρώτη εµπλοκή στην οικονοµική κρίση του 2008, ουσιαστικά αξιοπιστίας των παγκόσµιων αγορών στις ΗΠΑ και εξελίχθηκε µε ένταση στην Ευρώπη όλη την προηγούµενη δεκαετία, ενώ τελικά κυριολεκτικά «ταφόπλακα» για την προοπτική αυτή, ενός κόσµου χωρίς σύνορα και δασµούς, υπήρξε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Περισσότερο από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις συνέβαλε σε αυτό η διαδικασία της δέσµης κυρώσεων που επεβλήθησαν από τη ∆ύση στη Ρωσία, σωρευτικά. Κρίσιµο ρόλο στη διαδροµή είχαν παίξει η εκλογή του Ντ. Τραµπ στην προεδρία των ΗΠΑ, µε σύνθηµα το «America First», το Brexit στην Ευρώπη και, το κυριότερο, ο «µεγαλοϊδεατισµός» της Κίνας, που δεν είναι τελικά µια παγκόσµια εµπορική δύναµη και αχανής αγορά, αλλά ένας -µε ουσιαστικές προϋποθέσεις- διεκδικητής της παγκόσµιας ηγεµονίας, µε όραµα και διακηρυγµένη στρατηγική να το έχει πετύχει αυτό µέχρι το 2050.

Η επιστροφή των «εθνών», για τις µεγάλες, τις µεσαίες, αλλά και τις συνακόλουθες δυνάµεις στον κόσµο, είναι κοινός τόπος. Η Ευρώπη, ως κοινή δοµή λοιπόν, στη βάση της Συµφωνίας του Μάαστριχτ, είναι υπό τα διαµορφούµενα δεδοµένα ξεπερασµένη και υπό την έννοια αυτή είναι προβλεπτό το έλλειµµα συνοχής που παρουσιάζεται, καθώς και οι διαφορετικές γεωπολιτικές στρατηγικές από τις κεντρικές της δυνάµεις, όπως η Γερµανία και η Γαλλία, που διαµορφώνουν δυναµικά το τοπίο. Η «όλη Ευρώπη» ως ενιαία δοµή θυµίζει ανεξάρτητη Αρχή τεχνοκρατών, τραπεζιτών, λόµπι και γερµανικής ηγεµονίας, µε γαλλική συναίνεση. Τα γεωπολιτικά δεδοµένα όµως που αρχίζουν να κυριαρχούν ακυρώνουν µια τέτοια λειτουργία και την ακινητοποιούν.

Από την άλλη πλευρά, η Ουάσινγκτον επιθυµεί να δηµιουργήσει µια «εγκάρδια συνεννόηση» αρχών, συµφερόντων και συσχετισµών µε τις ευρωπαϊκές δυνάµεις, αλλά και την ενιαία δοµή της Ενωσης, που να ξεπερνά τα πεδία συνεργασίας του ΝΑΤΟ, συγκροτώντας την «ενιαία ∆ύση», µε ηγετική δύναµη τις ΗΠΑ, απέναντι στις δυνάµεις των BRICS, µε ηγετική δύναµη την Κίνα, προσβλέποντας σε διάσπασή τους.

Από την πλευρά της, η Γαλλία, όπως έγινε φανερό όχι µόνον από την υποδοχή της οποίας έτυχε το προεδρικό ζεύγος Μακρόν στις ΗΠΑ, αλλά και από τις συζητήσεις που διέρρευσαν και από τις δηµόσιες δηλώσεις Μπάιντεν - Μακρόν σχετικά, συµπλέει στη διαµόρφωση συνθηκών «Ατλαντικής Κοινότητας» στον ενεργειακό, εµπορικό, εξαγωγικό και τεχνολογικό τοµέα µεταξύ των δύο πόλων. ΗΠΑ και Γαλλία, ξεπερνώντας την εµπλοκή της ΑUKUS και τη σύγκρουση συµφερόντων για τους στρατιωτικούς εξοπλισµούς της Αυστραλίας, ξανασυζητούν σε µια νέα προοπτική δοµικής συνεργασίας, µε ανοιχτό ακόµη το πολεµικό µέτωπο της Ουκρανίας.

Στον αντίποδα, η Γερµανία, µε επίσηµες τοποθετήσεις του Σοσιαλδηµοκράτη καγκελαρίου Σολτς, επαναδιατυπώνει την περίφηµη «Ostpolitik» του Βίλι Μπραντ και του SPD της δεκαετίας του 1970, την περίφηµη δηλαδή «ανατολική πολιτική», µιλώντας, πέρα από τον επανεξοπλισµό της, για µια Ευρώπη των 30 ή 36 κρατών-µελών, όπου θα συµπεριλαµβάνονται τα ∆υτ. Βαλκάνια, η κατεστραµµένη Ουκρανία, η Μολδαβία, στο µέλλον η Γεωργία και φυσικά η Σκανδιναβία. Μια Ευρώπη δηλαδή ακόµα πιο διευρυµένη προς Ανατολάς, χωρίς βέτο όµως των χωρών-µελών σε κρίσιµα ζητήµατα, και µε µια νέα Κοµισιόν, που δεν θα συγκροτείται από έναν. Επίτροπος από κάθε χώρα, αλλά πολλοί από µερικές. Μια Ευρώπη δηλαδή ακόµα πιο ελεγχόµενη από τη «µερκαντιλιστική» Γερµανία.

Στρατηγικός στόχος του Βερολίνου παραµένει να αποτελεί έναν «αυτοδύναµο πόλο» ισχύος και επιρροής ανάµεσα στις ΗΠΑ και την Ευρασία (Ρωσία, Κίνα), ελέγχοντας το µεγαλύτερο µέρος της Βόρειας, Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, διασφαλίζοντας τα ενεργειακά, εµπορικά και εξαγωγικά συµφέροντά της µε τη Ρωσία και την Κίνα, µε αδιάλειπτες διαπραγµατεύσεις, που δεν θα επηρεάζονται από τον σεβασµό των ανθρωπίνων δικαιωµάτων ή τη νοµιµοποιηµένη για τη ∆ύση λειτουργία της ∆ηµοκρατίας στην Ανατολή.

Από την πλευρά της, η Βρετανία προσβλέπει στην ανάκτηση της διεθνούς ισχύος της σε µια εκ νέου ενδυνάµωση των θεσµών και συνεκτικών δεσµών µε την Κοινοπολιτεία του Στέµµατος, µε τον νέο και νεότερο βασιλιά Κάρολο, και ενδεχοµένως σε ένα Κοινοβούλιο της Κοινοπολιτείας κοντά στο Σίτι, καθώς και σε µια διαδροµή µέσω Ασίας στον Ειρηνικό και την Αυστραλία στη λογική της συµφωνίας AUCUS µε ΗΠΑ και Αυστραλία.

Και τελικά το «τρίγωνο» ΗΠΑ - Γαλλία - Βρετανία, µια «παγκόσµια Ευρώπη», συγκροτεί µια νέα Αντάντ, που θα συµπληρώσει κεντρικά την περιφερειακή «αµερικανική» διαδροµή Ελλάδα, Βουλγαρία, Ρουµανία, Πολωνία, Βαλτικές, που διαπερνά τη διάταξη της Ευρώπης -sea2sea (Μεσόγειος- Βόρεια Θάλασσα)-, «αποκλείοντας» τη Γερµανία στο κέντρο της ηπείρου.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 10 Δεκεμβρίου 2022