Πριν από περίπου έναν χρόνο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης κέρδισε το πρώτο του μεγάλο προσωπικό στοίχημα. Σχεδόν από το πουθενά και κατεβαίνοντας στη μάχη ως το απόλυτο αουτσάιντερ, κατάφερε να κερδίσει εμφατικά τις «γαλάζιες» εσωκομματικές εκλογές, ανατρέποντας όλα τα σχετικά προγνωστικά και ξεπερνώντας κάθε εμπόδιο που έμπαινε στον δρόμο του από τις… παραδοσιακές υπόγειες διεργασίες που είθισται να ευδοκιμούν σε κάθε τέτοιου είδους διαδικασία.  Κι όλα αυτά δίχως τη βοήθεια των μηχανισμών ή των διαχρονικά ισχυρών φατριών του κόμματος. Απεναντίας, ήταν ο μόνος που δεν ψήφισε για Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον κ. Προκόπη Παυλόπουλο, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για τις σχέσεις του με τον φερόμενο (μέχρι τότε) και ως «ιδιοκτήτη» της παράταξης, Κώστα Καραμανλή. Ωστόσο, ο νεότερος Μητσοτάκης έδειξε να μη λειτουργεί με όρους παρελθόντος.

Δεν ζήτησε χάρη από κανέναν και, κυρίως, απέφυγε οποιαδήποτε εσωκομματική συμφωνία. Για αυτό και εξασφάλισε εξ αρχής το προνόμιο να μη χρωστάει εσωκομματικά «γραμμάτια» σε κανέναν και, ταυτόχρονα, να συνομιλεί στο ίδιο επίπεδο με όλους, αξιολογώντας τους πάντες χωρίς καμία προκατάληψη ή υποχρέωση…  Σήμερα, ο αρχηγός της Ν.Δ. μπορεί να υπερηφανεύεται ότι μέσα σε χρόνο-ρεκόρ έβαλε το κόμμα και πάλι σε τροχιά εξουσίας, και μάλιστα χωρίς να επιστρατεύσει τις λαϊκίστικες κορώνες του παρελθόντος, οι οποίες χαρακτήριζαν την εκάστοτε αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά συνομιλώντας με τον ρεαλισμό και τη σοβαρότητα. Από την πρώτη στιγμή έσπευσε να συστηθεί και ως αρχηγός, έχοντας ως προμετωπίδα τον πολιτικό ρεαλισμό. Ούτε στιγμή δεν μπήκε στον πειρασμό του λαϊκισμού και, φυσικά, ουδέποτε σκέφθηκε το «φλερτ» με το αντι-μνημόνιο, όπως είχε κάνει ο προκάτοχός του, Αντώνης Σαμαράς.

Ο πολιτικός ρεαλισμός και η «Συμφωνία Αλήθειας» ήταν οι βασικοί στόχοι του νέου αρχηγού της ελληνικής Κεντροδεξιάς, από τους οποίους δεν παρέκκλινε ούτε στιγμή. Το γεγονός ότι αυτή η τακτική έφερε την κεντροδεξιά παράταξη μπροστά στις μετρήσεις και με τόσο μεγάλη διαφορά, με τους αναλυτές να μιλούν μετά από πολλά χρόνια για «φλερτ» με την ξεχασμένη έννοια της αυτοδυναμίας, είναι και η σημαντικότερη έως τώρα παρακαταθήκη του. Για πρώτη φορά, ένα κόμμα και προσωπικά ένας πολιτικός αρχηγός κερδίζουν έδαφος χωρίς να τάζουν λαγούς με πετραχήλια, αλλά μιλώντας τη γλώσσα της αλήθειας και δίνοντας προοπτική όχι μέσω ευχολογίων, αλλά μέσω σκληρής δουλειάς και υπομονής από όλους.

 Δεν επιδίδεται σε ψευδεπίγραφες και ενίοτε επικίνδυνες... μαγκιές απέναντι στους δανειστές της χώρας, δεν βροντοφωνάζει τα περί απαλλαγής από το Μνημόνιο, δεν υπόσχεται μια ιδεατή ελάφρυνση του χρέους, που επί της ουσίας δεν θα έχει καμία επιρροή στην καθημερινότητα των πολιτών, δεν λέει ότι θα… παίζει το νταούλι για να χορεύουν οι αγορές και, αφού έχει ρίξει τη χώρα στα βράχια, θα στέλνει επιστολές μετανοίας. Αντιθέτως, κάνει λόγο για βήμα-βήμα βελτιωτικές παρεμβάσεις, με πρακτική αξία για την ελληνική κοινωνία, κατόπιν απτών αποτελεσμάτων, που θα έχει παρουσιάσει η κυβέρνησή του, τα οποία θα ενισχύσουν τη διαπραγματευτική της θέση.

Οπως λέει ο ίδιος, δεν επιθυμεί να γίνει πρόσκαιρα αρεστός, αλλά μακροπρόθεσμα χρήσιμος. Αυτό ακριβώς εξηγεί και τη στάση του απέναντι στο επίδομα του Αλ. Τσίπρα στους συνταξιούχους, την οποία ακόμη και στενοί συνεργάτες του χαρακτήρισαν επιζήμια για τα κομματικά συμφέροντα. Εκείνος, όμως, πήρε τη δύσκολη απόφαση, επιμένοντας στον δρόμο που χάραξε δίχως παρεκκλίσεις. Το γεγονός ότι ξεπέρασε με πρωτοφανή για τα μεταπολιτευτικά δεδομένα ταχύτητα τον Αλέξη Τσίπρα στην καταλληλότητα για την πρωθυπουργία, και μάλιστα χωρίς να γίνει… αντι-Τσίπρας, αλλά με τον δικό του τρόπο, δείχνει και το επόμενό του στοίχημα: Να καταφέρει να επιβάλει αυτή τη λογική μέχρι τέλους, μέχρι και τη στιγμή που θα κληθεί να κυβερνήσει, όπως θα συμβεί με μαθηματική ακρίβεια. Μόνο που αυτό το στοίχημα δεν είναι πια… προσωπικό, αλλά αφορά το ίδιο το μέλλον της χώρας.