Όσοι είστε τακτικοί θαμώνες της τελευταίας σελίδας της “Απογευματινής”, ενδεχομένως να θυμάστε τον τίτλο της περασμένης Πέμπτης ανήμερα του ημιτελικού με το Καζακστάν. “Η Ελλάδα δεν είναι φαβορί”, υπογραμμίζαμε πηγαίνοντας… κόντρα στο ρεύμα του ενθουσιασμού και της υπέρμετρης αισιοδοξίας που επικρατούσε για την πρόκριση στα τελικά του Euro 2024.

Αναφερόμασταν φυσικά στη συνολική μάχη της εξασφάλισης μιας θέσης στα γήπεδα της Γερμανίας δεδομένης της “επικίνδυνης” αποστολής που είχαν να διαχειριστούν οι διεθνείς μας σε μια ιδιαίτερα “καυτή” έδρα όπως η Τιφλίδα.

Προς τι το... σοκ για τον αποκλεισμό της εθνικής Ελλάδας από το Euro 2024;

Καταλαβαίνετε ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να αντιληφθούμε προς τι το… σοκ που επικρατεί το τελευταίο 24ωρο μετά τον αποκλεισμό του αντιπροσωπευτικού μας συγκροτήματος. Δεν συνέβη κάτι μη αναμενόμενο. Προφανώς και χάθηκε μια μεγάλη ευκαιρία να επιστρέψουμε μετά από δέκα χρόνια σε κορυφαία διοργάνωση, αλλά από που κι ως που λογιζόταν η εθνική Ελλάδος φαβορί σε εκτός έδρας αναμέτρηση με μια ομάδα που (στο πλαίσιο της εθνικής μας “αλαζονείας”) δεν μας γεμίζει το μάτι, αλλά διαθέτει στο ρόστερ της δύο ποδοσφαιριστές με χρηματιστηριακή αξία όση είναι αυτή της… ενδεκάδας που παρέταξε ο Πογιέτ.

Κανένα σοκ, λοιπόν, ούτε για τον αποκλεισμό, ούτε φυσικά για την… παράνοια που τον ακολούθησε. Οι ίδιοι άνθρωποι που υμνούσαν τον Ουρουγουανό και τους διεθνείς μετά την πεντάρα με το Καζακστάν, οι ίδιοι ήταν που έσπευσαν το βράδυ της Τρίτης να τους στήσουν στο εκτελεστικό απόσπασμα των social media.

Ας εστιάσουμε, όμως, σε ένα εξαιρετικά ουσιώδες ερώτημα που γεννήθηκε μέσα από τη συνολική κατακραυγή των τελευταίων ωρών. Κατηγορείται ο Πογιέτ για υπέρμετρο συντηρητισμό και υπερβολική αμυντική παθητικότητα στον τελικό της Τιφλίδας. Πολλοί επικριτές του ομοσπονδιακού τεχνικού, μάλιστα, χρησιμοποιούν ως πειστήριο των επιχειρημάτων τους τη φιλοσοφία που χαρακτηρίζει την ΑΕΚ του Ματίας Αλμέιδα. “Επενδύουμε στο επιθετικό μας ποδόσφαιρο, ανεξαρτήτως αντιπάλου”.

Δεν μας αρέσει το "ταμπούρι" της εθνικής... αλλά αντέχουμε τα ρίσκα της επίθεσης;

Το ερώτημα είναι απλό: Αντέχουμε έναν… Αλμέιδα στην εθνική μας ομάδα; Έναν ομοσπονδιακό τεχνικό που θα ζητά από τους διεθνείς μας να μην “ταμπουρώνονται” στην άμυνα, να παράγουν επιθετικό και θεαματικό ποδόσφαιρο και να μην αλλάζουν τακτική από παιχνίδι σε παιχνίδι; Ξέρετε, η φιλοσοφία που υπηρετεί ο Αργεντινός τεχνικός της ΑΕΚ (του οποίου ο υπογράφων δηλώνει φαν προς αποφυγή κάθε παρεξήγησης) είναι ιδιαίτερα ελκυστική στο μάτι, αλλά ταυτόχρονα και υψηλού κινδύνου.

Μπορεί σε παιχνίδια υψηλού ρυθμού να οδηγήσει σε συντριβές. Μπορεί να είναι άκρως αποτελεσματική σε ένα πρωτάθλημα περιορισμένης δυναμικής όπως η ελληνική Super League, αλλά μπορεί να αποφέρει καρπούς εκτός συνόρων δεδομένων και των υλικών που καλείται να διαχειριστεί στην εθνική μας ομάδα ο εκάστοτε ομοσπονδιακός προπονητής;

Διαθέτουμε για παράδειγμα ως “εγχώρια ποδοσφαιρική βιομηχανία” τους μέσους εκείνους που είναι σε θέση να υπηρετήσουν με τις κινήσεις τους εντός αγωνιστικού χώρου ένα τόσο επιθετικογενές πλάνο, χωρίς να μετατραπεί η άμυνα της εθνικής σε… κέντρο διερχομένων;

Αντέχουμε ως ποδοσφαιρική κοινωνία να πάρουμε τόσο μεγάλα ρίσκα (υπό το φόβο ιδιαίτερα επώδυνων ηττών) για να βλέπουμε μια πιο επιθετική εθνική ομάδα σε αναμετρήσεις με αντιπάλους αντίστοιχων κυβικών, όπως ήταν ο τελικός με τη Γεωργία;
Επιτρέψτε μας να αμφιβάλλουμε. Για να μπορέσει οποιαδήποτε ομάδα να υπηρετήσει το συγκεκριμένο μοντέλο ποδοσφαίρου απαιτείται υπομονή και μεγάλη στήριξη από το κοινό της στα δύσκολα. Τι από απ’ όλα διαθέτει η εθνική Ελλάδος; Τίποτα! Ούτε δικό της κοινό και εννοείται ούτε υπομονή και στήριξη. Στα λόγια όλα είναι πάντα εύκολο να αλλάξουν. Στην πράξη αρχίζουν τα δύσκολα. Γιατί για να αλλάξεις τακτική και ποδοσφαιρική προσέγγιση, οφείλεις πρώτα να αλλάξεις νοοτροπία.

Ο Φορτούνης και η μη πολυτέλεια του “ξενερώματος”

Στο πλαίσιο του συνολικού… αναθέματος μετά τον αποκλεισμό της εθνικής μας ομάδας από το Euro 2024, το όνομα του Κώστα Φορτούνη κυριαρχεί. Και απόλυτα δικαιολογημένα. Στα θετικά και τα αρνητικά που αποδίδονται στον Γκουστάβο Πογέτ η διαχείριση του πιο ποιοτικού επιθετικογενούς μέσου που διαθέτει το ελληνικό ποδόσφαιρο ήταν με διαφορά η χειρότερη στιγμή του.

Καλώς ή κακώς δεν διαθέτουμε την πολυτέλεια να στερούμαστε στην εθνική ομάδα την παρουσία παικτών με την τεχνική και το ταλέντο του αρχηγού του Ολυμπιακού. Δεν διαθέτουμε την πολυτέλεια να τους “ξενερώνουμε” και να τους φτάνουμε στο σημείο να κλείνουν ερμητικά πίσω τους την πόρτα του αντιπροσωπευτικού μας συγκροτήματος. Γιατί έρχονται βραδιές σαν αυτή της Τιφλίδας που θα χρειαζόμαστε να ρίξουμε στο παιχνίδι επιθετικογενείς ποδοσφαιριστές ικανούς να κάνουν τη διαφορά ακόμη και μια εκτέλεση στατικής φάσης, εκμεταλλευόμενοι και την κόπωση των αντιπάλων μας και θα αντικρίζουμε το… απέραντο κενό.

* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Απογευματινή".