Το τελευταίο χρονικό διάστηµα, µε πρωτοβουλία κοµµάτων της αντιπολίτευσης, µε πρωταγωνιστή τον ΣΥΡΙΖΑ, υπό την ηγεσία Κασσελάκη, αλλά και το ΠΑΣΟΚ, αναπτύσσεται στην Ευρώπη, αλλά πλέον και στην Ελλάδα, µια φιλολογία περί του κράτους ∆ικαίου και τελικά των θεσµικών εγγυήσεων του αναθεωρηµένου πολλάκις, αλλά σε ισχύ, Συντάγµατος του 1975. Ουσιαστικά, ο λόγος για το πλαίσιο της λειτουργίας της Γ’ Ελληνικής ∆ηµοκρατίας, που προσµετρά 50 χρόνια ισχύος. Οι κινήσεις που έγιναν στη βάση που εξήγησε ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Κ. Αρβανίτης, ότι αµφισβητείται η Πολιτεία του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης, αλλά όχι το προφίλ της χώρας διεθνώς, δεν ευσταθεί. ∆εν µπορεί να διαχωριστεί η Ελλάδα από τη θεσµικά εκλεγµένη κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό της. Ακόµα χειρότερα περιπλέκονται τα πράγµατα αν παρακολουθήσουµε τις τελευταίες ανακοινώσεις του Στ. Κασσελάκη από το στρατόπεδο της Θήβας, όπου µε σχετικά «σκιώδη» τρόπο, αλλά τελικά πολύ ρητό, αρχίζει να αµφισβητεί την εγκυρότητα των εκλογικών διαδικασιών στην Ελλάδα.

Ακόµα και αν δεν πάµε στην περίπτωση του να αµφισβητηθούν οι εκλογές του 2023, όπως τον προκάλεσε να διασαφηνίσει ο υπουργός Επικρατείας κ. Βορίδης από την πλευρά της κυβέρνησης, δεν µπορούµε να οδεύσουµε προς τις ευρωπαϊκές εκλογές µε αµφισηµίες και υπονοούµενα ως προς την εγκυρότητά τους, ασχέτως αποτελέσµατος. Σηµειωτέον ότι ο νεοεκλεγείς εκ νέου πρωθυπουργός, κ. Μητσοτάκης, ούτε τυπικά ούτε πολιτικά έχει κανέναν λόγο να προβληµατιστεί για τυχόν παραίτησή του και προσφυγή σε νέες εθνικές εκλογές ταυτόχρονα µε τις ευρωπαϊκές εκλογές του Ιουνίου. Άρα η τοποθέτηση του επικεφαλής της αξιωµατικής αντιπολίτευσης, ακόµα και αν συνδέεται µε την εφαρµογή της επιστολικής ψήφου για πρώτη φορά και τη διαχείριση ηλεκτρονικού ταχυδροµείου διευθύνσεων αποδήµων από την Αννα-Μισέλ Ασηµακοπούλου, δεν είναι δυνατόν να φθάνει στην αµφισβήτηση, έστω και έµµεση, των θεσµικών εγγυήσεων του πολιτεύµατος. Αν στα παραπάνω προσθέσουµε και την ενεργό αµφισβήτηση που ασκεί το ΠΑΣΟΚ υπό την ηγεσία Ανδρουλάκη, µε αφορµή την υπόθεση των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων, τότε οι συνθήκες γίνονται οριακές. Οι κύκλοι της αντιπολίτευσης οφείλουν να προβληµατισθούν για τις πολιτικές τους αυτές και τα συνεπακόλουθα που έχουν. ∆εν είναι δυνατόν να οµνύουν και πάλι σε ευρωπαϊκά µνηµόνια και επιτροπεία, αυτήν τη φορά σε σχέση µε το κράτος ∆ικαίου της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας. Μετά τη δηµοσιονοµική κατάρρευση και χρεοκοπία, για την οποία ευθύνεται πολιτειακά εν συνόλω και όχι µόνον πολιτικά σε επίπεδο κοµµατικής λογοδοσίας η Γ’ Ελληνική ∆ηµοκρατία, τώρα δεν µπορούν πλέον να υποστηρίξουν στους απογοητευµένους και απαισιόδοξους για το µέλλον τους Ελληνες πολίτες ότι θα υπάρξει καθεστώς επιτήρησης από τις ευρωπαϊκές δοµές για τη λειτουργία του πολιτεύµατος.

Αυτό, µάλιστα, που θα πρέπει να σκεφθούν οι ηγεσίες της αντιπολίτευσης, πριν προχωρήσουν κι άλλο σε αυτόν τον µάλλον ολισθηρό δρόµο, είναι ότι έχουµε µπροστά µας για ακόµα µία φορά αναθεωρητικό Κοινοβούλιο. Αν δηµιουργηθεί η συλλογική συνείδηση ότι η Γ’ Ελληνική ∆ηµοκρατία χωλαίνει ως προς τις εγγυήσεις που προσφέρει, τότε θα πρέπει να µιλήσουν πρώτοι για νέο Σύνταγµα. Για µετατροπή, δηλαδή, της Αναθεωρητικής Βουλής σε Συντακτική. Σε µια τέτοια περίπτωση, όµως, θα πρέπει να υπολογίσουν ότι θα τεθούν κάποια πρωτεύοντα δοµικά ζητήµατα, που µε τις νέες τεχνολογίες µπορούν να τεθούν όχι µόνον σε ένα κλειστό σύνολο εκπροσώπων των πολιτών, αλλά άµεσα και στους πολίτες, µε τη διαδικασία δηµοψηφισµάτων, συµβουλευτικού τύπου στις επιλογές που θα προκριθούν. Μερικά ζητήµατα από αυτά ενδεικτικά και όχι περιοριστικά είναι:

Το πολιτειακό εκ νέου. Προτιµούµε να συνεχίσουµε µε Πρόεδρο ∆ηµοκρατίας στην ανώτατη πολιτειακή Αρχή, όπου συνήθως επιλέγονται συνταξιούχοι πολιτικοί ή δικαστικοί; Ή, µήπως, να γυρίσουµε στον θεσµό του Στέµµατος, στο µοντέλο του Ηνωµένου Βασιλείου, µε αρµοδιότητες ανάλογες µε όσες διατηρεί σήµερα ο Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας; Να υπάρξει περισσότερο και πιο σαφώς οριοθετηµένη διάκριση εξουσιών; Για παράδειγµα, να αποφασισθεί ασυµβίβαστο υπουργού υφυπουργού µε την ιδιότητα του βουλευτή, ώστε να διαχωριστεί η εκτελεστική από τη νοµοθετική εξουσία; Πώς θα επιλέγονται και θα κρίνονται οι δικαστές χωρίς την εµπλοκή της εκτελεστικής εξουσίας (κυβέρνηση) ή της νοµοθετικής (Κοινοβούλιο) στην επιλογή τους; Άλλο θέµα είναι η ακύρωση όλων των ασυλιών των υπουργών (Άρθρο 86 του παρόντος Συντάγµατος) και των ασκούντων δηµόσια εξουσία, όπως επίσης των διοικήσεων και των τραπεζιτών.

Τέταρτο θέµα είναι να αποφασισθεί η διάκριση Πολιτείας - Εκκλησίας, µε ό,τι σηµαίνει και σηµατοδοτεί αυτό. Υπάρχουν και άλλα ζητήµατα, όπως η ενιαία εκλογική επικράτεια της Ελλάδας µε τις καταγεγραµµένες κοινότητες των αποδήµων όπου Γης. Το ανώτατο συνταγµατικά όριο του δηµόσιου χρέους. Απλά τα πράγµατα: Όσοι και σε όποιο παρασκήνιο σκέπτονται να αµφισβητήσουν τις θεσµικές εγγυήσεις της Γ’ Ελληνικής ∆ηµοκρατίας ανοίγουν την πόρτα στη ∆’ Ελληνική ∆ηµοκρατία και αυτήν τη φορά δεν θα ορίσει το Σύνταγµα της Ελλάδας η γνωστή «παρέα των συνταγµατολόγων» της Πλατείας Κολωνακίου και περιχώρών.

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά»