Περιµένοντας τις ευρωεκλογές του Ιουνίου εξελίσσονται διάφοροι συσχετισµοί, συζητήσεις και ώσµωση παρασκηνίου. Οι επόµενες κάλπες δεν ορίζουν διακυβέρνηση. Αυτή, µε ορίζοντα το 2027, έχει απαντηθεί ως ερώτηµα στις εθνικές εκλογές του 2023. Ορίζονται, όµως, οι συνθήκες µέσα στις οποίες υπολογίζεται να εξελιχθούν ο διάλογος και οι διαδροµές σύγκλισης των κοµµάτων στην Κεντροαριστερά.

ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ θα µπορούσαν να βρουν τον δρόµο της συµπόρευσης προκειµένου να πετύχουν τη συγκρότηση µιας εναλλακτικής στη διακυβέρνηση της Νέας ∆ηµοκρατίας και της Κεντροδεξιάς. Ένας τέτοιος στρατηγικός διάλογος χρειάζεται χρόνο. Αλλά ανάµεσα στις ευρωεκλογές και στις εθνικές εκλογές του 2027 υπάρχουν τρία ολόκληρα χρόνια για τέτοιου τύπου διεργασίες. Χρόνος δηλαδή επαρκής για τη δηµιουργία «δηµοκρατικού µετώπου». Τα δυο κόµµατα αυτά προβλέπεται και δηµοσκοπικά, αλλά και στη βάση της πολιτικής ανάλυσης, στο θετικό σενάριο γι’ αυτά να συγκεντρώσουν περίπου ποσοστό που να ξεπερνά το 20% και µαζί µε τα ποσοστά της διάσπασης του ΣΥΡΙΖΑ, «Νέας Αριστεράς» (ΝΑΡ), να προσεγγίσουν το 25%.

Αν, από την άλλη, η Νέα ∆ηµοκρατία δεν κινηθεί στα πιο θετικά σενάρια γι’ αυτήν, αλλά κοντά στα ποσοστά της των ευρωεκλογών του 2019, της τάξης του 30%-33%, τότε τα τρία κόµµατα της Κεντροαριστεράς-Αριστεράς -από κοινού- θα αποκτήσουν φιλοδοξίες ότι το 2027 θα µπορούσαν να αντιµετωπίσουν στα «ίσια» τη Νέα ∆ηµοκρατία, η οποία θα διεκδικεί την τρίτη κατά σειρά θητεία στη διακυβέρνηση, χωρίς, µάλιστα, να γνωρίζουµε επί του παρόντος αν ο κ. Μητσοτάκης θα διεκδικήσει και τρίτη τετραετία στην πρωθυπουργία ή θα προτιµήσει άλλες διαδροµές. Το να συγκλίνουν, όµως, τα τρία κόµµατα σε ένα και να εµπεδώσουν κοινή δοµή, στρατηγική και ρόλους δεν είναι κάτι καθόλου απλό.

Ηγετικά σύνδροµα, προσωπικές φιλοδοξίες, παρασκηνιακές οµαδοποιήσεις, αλλά και απουσία ισχυρής ηγετικής προσωπικότητας, που θα δηµιουργήσει την υπερβατική συνοχή για τη νέα εποχή, δεν θα πρέπει να περιθωριοποιηθούν ως παράµετροι των εξελίξεων. Πολύ περισσότερο αν τα τρία κόµµατα µαζί στα εκλογικά ποσοστά των ευρωεκλογών δεν συγκεντρώσουν περίπου 25%, αλλά 20%. Ο κίνδυνος που ελλοχεύει για τον χώρο της Κεντροαριστεράς και της επονοµαζόµενης ανανεωτικής Αριστεράς είναι τελικά να µην κατορθώσουν να συντονισθούν για µια κοινή «οµπρέλα», αλλά σε κλίµα απογοήτευσης, γκρίνιας και διασπάσεων να ακολουθήσουν ως χώρος τον δρόµο της Ένωσης Κέντρου στη Μεταπολίτευση.

Στον αντίποδα του «τόξου» των τριών αυτών κοµµάτων κινείται το ΚΚΕ, το οποίο έχει δυναµική στην επιρροή που ασκεί στο εκλογικό σώµα, µεγαλύτερη ακόµα και από τα ανοδικά εκλογικά ποσοστά που σηµειώνει εξελικτικά. Υπό την ηγεσία Κουτσούµπα συνεχίζει να αιφνιδιάζει θετικά επικοινωνιακά, αλλά πλέον, µετά την απολύτως αρνητική στάση που υιοθέτησε στο ζήτηµα του πολιτικού γάµου οµοφύλων, και στρατηγικά. Το ΚΚΕ, ως παραδοσιακή Αριστερά, που αρνείται τη δυτική «κανονικότητα», µε την τοποθέτησή του αυτή σε ένα ζήτηµα που δηµιουργεί σηµαντικούς κοινωνικούς κραδασµούς ανοίχθηκε στο πιο συντηρητικό κοινό. Όχι µόνον αυτό που αυτοκαθορίζεται ως αντιδεξιά Αριστερά, αλλά και στο δεξιό συντηρητικό κοινό, που ψάχνει διέξοδο από την οµοιοµορφία του woke «δικαιωµατισµού» των αστικών κοµµάτων της ευρωπαϊκής ορθοδοξίας.

Το ΚΚΕ, αν και αναχρονιστικό ως προς τις κεντρικές παραδοχές του, διαθέτει βάθος συγκρότησης και εµπειριών κοµµατικής οργάνωσης, που, αν και ξεπερασµένες σε κάποια επίπεδα, διατηρούνται σε πλήρη ισχύ στο πεδίο της πολιτικής. Επίσης, το ΚΚΕ, σε αντίθεση µε την «τρόικα» της Κεντροαριστεράς - Αριστεράς, ΣΥΡΙΖΑ - ΠΑΣΟΚ - ΝΑΡ, δεν έχει και θα ήταν απίθανο να αποκτήσει κυβερνητικές φιλοδοξίες. ∆εν το εµποδίζει, όµως, τίποτα στρατηγικά, και ειδικά εάν στις επερχόµενες ευρωπαϊκές εκλογές βρεθεί µε ποσοστά που να ακουµπούν, πολύ περισσότερο να ξεπερνούν, το 10%, να αξιοποιήσει την επόµενη τριετία µέχρι το 2027 για να διεκδικήσει και -γιατί όχι;- να πετύχει να βρεθεί αξιωµατική αντιπολίτευση στο Κοινοβούλιο του 2027-2031.

Το ΚΚΕ κινείται ήδη προσεκτικά, για παράδειγµα, στο θέµα των αγροτικών κινητοποιήσεων, ενώ τα µέτωπα της ακρίβειας και των ολιγοπωλίων (καρτέλ), που δοκιµάζουν τα όρια διαχείρισης της κυβέρνησης, αποτελούν ενισχυτικούς παράγοντες για το ΚΚΕ. Στην προσέγγιση αυτή, εάν ο χώρος της Κεντροαριστεράς - Αριστεράς δεν αποκτήσει ενιαία δοµή ως προς την κοµµατική του ταυτότητα, τότε στον χώρο της αξιωµατικής αντιπολίτευσης αποκτά δυναµική το ΚΚΕ, χωρίς όµως να επιθυµεί ή και να δύναται να αναλάβει τη διακυβέρνηση µέσα από σύστηµα συµµαχιών µε άλλα συγγενή κόµµατα.

Ο ρόλος της διακυβέρνησης σε µια τέτοια πολιτική γεωγραφία θα µείνει στην κεντροδεξιά Νέα ∆ηµοκρατία, ακόµα και αν αυτή επηρεασθεί από διεργασίες στον χώρο δεξιά της, απέναντι επίσης στη woke «κανονικότητα» και πολιτική ορθότητα, στο περιβάλλον των γενικότερων ανακατατάξεων µε δεξιά δυναµική στην Ευρώπη ή τις ΗΠΑ. Η Νέα ∆ηµοκρατία σε ένα τέτοιας διάρθρωσης πολιτικό σύστηµα θα παραµένει κύρια δύναµη διακυβέρνησης εκ του αποτελέσµατος, που θα συµπράττει για να έχει κυβερνητική πλειοψηφία είτε µε το δεξιά της «αδελφό» κόµµα είτε µε τα κεντροαριστερά πολιτικά σχήµατα, αλλά όχι µε το ΚΚΕ, που θα αρνείται να συµπράξει σε σχήµατα «µεγάλου συνασπισµού», αλλά ταυτόχρονα δεν θα έχει ποτέ και την αυτοδυναµία σε ένα πολιτικό σύστηµα 4 βασικών κοµµάτων και ποικίλων µικρών που θα περνούν συγκυριακά το όριο του 3%.

Υπό την έννοια αυτή, η παρούσα διακυβέρνηση Μητσοτάκη, που συνδέει τη ∆εξιά - Κεντροδεξιά µε την Κεντροαριστερά, θα αποτελέσει «πρελούδιο» της επόµενης πολιτικής εποχής της δικής του διακυβέρνησης, χωρίς η επόµενη εποχή να αφορά τη δική του εποχή, τουλάχιστον µε ορίζοντα το 2027.

Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά στις 10 Φεβρουαρίου