Πέραν των δηµοσκοπήσεων και των στρογγυλών τραπεζιών στους «πρωινούς καφέδες» των κοµµάτων, υπάρχει η πραγµατική ζωή. Και εκεί ο πρωθυπουργός θα πρέπει, όπως όλα δείχνουν, να πείσει µια σηµαντική µερίδα πολιτών που τυγχάνουν ψηφοφόροι του ότι δεν χρειάζεται να του στείλουν µήνυµα µε την ευκαιρία και την ευχέρεια που δίνουν οι ευρωπαϊκές εκλογές του Ιουνίου. Οι πολίτες αυτοί φέρονται αποφασισµένοι να «ιδρώσουν τη φανέλα» του πρωθυπουργού. Να του στείλουν δηλαδή ένα µήνυµα δυσαρέσκειας ή αµφιβολίας για την αξιοπιστία και την αποτελεσµατικότητα της κυβέρνησής του µετά τις τελευταίες εκλογές, σε σχέση µε τις κυβερνήσεις του στην πρώτη τετραετία.

Αυτό πρόεκυψε από µια σειρά ζητήµατα. Όπως η ακρίβεια, η διαχείριση υποθέσεων τραγωδιών, όπως τα Τέµπη, για ένα µεγάλο διάστηµα τα ζητήµατα της ασφάλειας και της εγκληµατικότητας και γενικότερα µια διάχυτη αντίληψη ότι το περιβάλλον του πρωθυπουργού στο «επιτελικό κράτος» πάσχει από την υπεροψία -και όχι αλαζονεία- του 41%, χωρίς αντίπαλο στην αντιπολίτευση. Επίσης για τη δεξιά πλευρά των ψηφοφόρων αυτών ο πρωθυπουργός δεν θα έπρεπε να φέρει προς ψήφιση εσπευσµένα τον νόµο για τη θεσµοποίηση του πολιτικού γάµου των οµοφύλων, γνωρίζοντας ότι µια µεγάλη µερίδα των ψηφοφόρων του είχε επιθετικά αντίθετη άποψη. Όχι γιατί νιώθει τη διάθεση να διώξει τους οµοφυλόφιλους ή να εµπεδώσει ανισότητες απέναντί τους, αλλά γιατί η θεσµοποίηση αυτή πλήττει τον πυρήνα της οικογένειας.

Ένα ζήτηµα ακόµη που βαραίνει στο κοινωνικό περιβάλλον για την κυβέρνηση είναι ότι συνεχίζονται οι φήµες και τα σενάρια για µετακόµιση του πρωθυπουργού σε ευρωπαϊκό ή άλλο διεθνές πόστο. Παρά τη σαφή και έγκαιρη διάψευση από τον ίδιο µιας τέτοιας προοπτικής, το κλίµα αυτό εξακολουθεί να παράγει αποτελέσµατα, αφού τυχόν τέτοια εξέλιξη συνδέεται µε νοµοσχέδια όπως και ο γάµος των οµοφύλων αλλά και κινήσεις που λογίζονται ότι δεν έχουν ως στόχο να εξυπηρετήσουν το εθνικό συµφέρον αλλά την κρυφή προτεραιότητα του πρωθυπουργού και του «κλειστού» περιβάλλοντός του να δηµιουργήσει ισχυρό προφίλ για µια ευρωπαϊκή ή διεθνή θέση.

Ο κ. Μητσοτάκης δεν είναι ένας ακόµη πρωθυπουργός της Ελλάδας, αλλά ένας πρωθυπουργός που επεδίωξε και επέτυχε να έχει µια προσωπική-πολιτική σχέση µε τους πολίτες ως κυβερνήτης τους. Είτε αυτοί τον ψηφίζουν είτε όχι. Έτσι στην παρούσα φάση, στην περίπτωση που ο πρωθυπουργός επέλεγε να µετακοµίσει σε αξίωµα εξωτερικού, θα πρόδιδε τη δέσµευσή του προς τους πολίτες να είναι κυβερνήτης της χώρας µέχρι τον Ιούνιο του 2027. Μεγαλύτερη πικρία µάλιστα δείχνει ότι θα προκαλούσε ένα τέτοιο ενδεχόµενο εφόσον συνέβαινε από τον πρώτο χρόνο της δεύτερης θητείας του. Από φέτος δηλαδή.

Ο κ. Μητσοτάκης και ο µηχανισµός της Νέας ∆ηµοκρατίας έχουν περίπου τρεις µήνες να δείξουν στους πολίτες αυτούς που είτε θα ψηφίσουν ευκαιριακά άλλο κόµµα, οι περισσότεροι στα δεξιά της Νέας ∆ηµοκρατίας, είτε απλώς δεν θα πάνε να ψηφίσουν ότι η ψήφος στις ευρωπαϊκές εκλογές έχει τη δική της σηµασία και αξία. Όχι φυσικά ως προς την επόµενη ηµέρα της διακυβέρνησης και την πολιτική σταθερότητα στην Ελλάδα, αφού σε όλες τις περιπτώσεις θα έχουµε τον ίδιο πρωθυπουργό και την κυβέρνηση που αυτός θα επιλέγει, αλλά ως προς τα εθνικά συµφέροντα στην Ευρώπη. Που είναι µάλιστα τόσο κρίσιµα, όσο και η πολιτική σταθερότητα στην εσωτερική διακυβέρνηση.

Καταληκτικά, το αν η Νέα ∆ηµοκρατία κινηθεί στη ζώνη του 33% ή στη ζώνη του 28%-29% θα είναι το αποτέλεσµα της ατµόσφαιρας που θα δηµιουργήσει ο πρωθυπουργός στους πολίτες την προεκλογική περίοδο ενόψει Ιουνίου, αλλά και οι επιλογές του ψηφοδελτίου του κόµµατος µε συµµετοχή 42 προσώπων, που προβλέπεται να ανακοινωθεί τον επόµενο µήνα, επαρκές χρονικό διάστηµα πριν από την ηµέρα της κάλπης.

Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή