Η Ελλάδα δεν παράγει ούτε πινέζες. Για πέντε έξι δεκαετίες ακολουθήθηκε µια στρατηγική πλήρους αποβιοµηχάνισης και καταστροφής της παραγωγικής βάσης της χώρας. Έγινε µια χώρα καθαρά εισαγωγική, καταναλωτική δηλαδή, πλην του τοµέα των υπηρεσιών, µε αιχµή τον τουρισµό και τις τράπεζες. Η εθελούσια αυτή καταστροφή της παραγωγής µε κάποιον περίεργο και αδιόρατο τρόπο συνδέθηκε µε την πορεία της ως µέλους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Από τις εισαγωγικές διαπραγµατεύσεις την τότε νέα εποχή, δεν προκρίθηκαν οι συνεννοήσεις για τη µη µείωση του πρωτογενούς τοµέα (αγροτικός, κτηνοτροφικός, αλιευτικός, διατροφικός) µε αποτέλεσµα την αποδοχή ως στόχου της µείωσης του τοµέα αυτού από το περίπου 35%-40% στο 10%, χωρίς να καθοριστούν επακριβώς οι στόχοι ανάπτυξης κάποιου άλλου τοµέα.

Σε κάθε περίπτωση, από τη δεκαετία του 1980 ακόµη, επικράτησε το δόγµα του «άφρονα πλούσιου» ως στρατηγική επέκτασης της χώρας. Ταυτόχρονα εφαρµόστηκε η καταστροφή του πρωτογενούς τοµέα, µε αντάλλαγµα τις επιδοτήσεις ή αποζηµιώσεις γι’ αυτό, σε έναν λαό που καθόλου δεν ενηµερώθηκε ούτε εκπαιδεύθηκε για τη λογική αυτών των αποζηµιώσεων. Άλλωστε και σε επίπεδο ηγεσίας κανείς δεν ενδιαφέρθηκε για το µέλλον της χώρας, αφού οι πολιτικοί, τα κόµµατα και η διοίκηση υποτάχθηκαν στο άµεσο εκλογικό συµφέρον. Είναι ενδιαφέρον εξάλλου ότι, πριν ακόµη από την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, η αποβιοµηχάνιση της Ελλάδας, από τη δεκαετία του 1970, εξελισσόταν στη βάση των συµφερόντων του πολιτικού συστήµατος, που δεν ήθελε ισχυρό βιοµηχανικό και επιχειρηµατικό τοµέα, που να µπορεί να επηρεάζει τις πολιτικές αποφάσεις της χώρας. Αυτές οι παράµετροι αγνοήθηκαν στα συνέδρια που ήδη οργανώνονται και εξελίσσονται µε αφορµή τα 50 χρόνια από τη Μεταπολίτευση.

Πέραν όλων των άλλων η Ελλάδα σε όλες αυτές τις δεκαετίες εξοπλιζόταν και ισχυροποιούνταν σε οπλικά συστήµατα και Ένοπλες ∆υνάµεις, όχι µόνον αναφορικά µε τη θέση της στην Ατλαντική Συµµαχία αλλά κυρίως εξαιτίας της ανταγωνιστικής και ψυχροπολεµικής, ενίοτε και µε θερµά επεισόδια, σχέση της µε την Τουρκία. Είναι πολύ ενδιαφέρον να θυµηθούµε τις προσπάθειες του υπουργού Αµύνης Ευάγγελου Αβέρωφ να συγκροτήσει πολεµική βαριά βιοµηχανία στη χώρα µε την εξέλιξη των ΕΑΣ-ΠΥΡΚΑΛ, τη συγκρότηση της ΕΑΒ, την ανάπτυξη των ναυπηγείων υπό τον κρατικό βραχίονα, αφού όλα είχαν τότε περάσει στο ∆ηµόσιο. Έπειτα από εκείνη τη «διστακτική» αρχική φάση, όλα πήραν τον δρόµο της αποεπένδυσης και της κοµµατικοποίησης, µε αποτέλεσµα, και πριν από την τελική χρεοκοπία, η Ελλάδα να µην έχει ούτε πολεµική βιοµηχανία ούτε καν ναυπηγεία, ως ισχυρή ναυτική δύναµη.

Η πολιτική διακυβέρνηση της χώρας υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ύστερα από µια πρώτη τετραετία, που επεχείρησε και κατόρθωσε να επανεξοπλίσει τη χώρα, µετά τη χρεοκοπία, στα όρια του δυνατού σε αέρα, θάλασσα και ξηρά, αντιµετωπίζοντας το άµεσο έλλειµµα ισχύος µε την Τουρκία, στη δεύτερη θητεία της προχώρησε σε έναν στρατηγικό αναπροσανατολισµό. Με υπουργό Άµυνας έναν από τους πιο ισχυρούς και δηµοφιλείς πολιτικούς της, τον Νίκο ∆ένδια, δείχνει να προχωρά σε ένα νέο δόγµα ισχύος ως προς την πολεµική της βιοµηχανία -ουσιαστικά για τη βιοµηχανία τεχνολογικής αιχµής- δηλώνοντας ότι επιδιώκει να κατασκευάσει τα όπλα της στη νέα εποχή των drones και anti-drones ή του κυβερνοπολέµου στη βάση της εγχώριας παραγωγής και αναβάθµισης, παύοντας να είναι ένας καταναλωτής όπλων που ψωνίζει «από το ράφι» των άλλων.

Σηµαντικές παράµετροι σε αυτήν την κατεύθυνση είναι η συγκροτηµένη συµµαχία µε τις προηγµένες ΗΠΑ, οι δοµές της Ευρώπης, που επανεξοπλίζεται, η µεσογειακή περιφερειακή διάρθρωση αλλά και ο ανταγωνισµός µε την Τουρκία, που βρίσκεται όµως δεκαετίες µπροστά σε αυτούς τους τοµείς. Σε κάθε περίπτωση κηρύσσεται η αφετηρία µιας επόµενης εποχής, που από το δόγµα του «άφρονα πλούσιου» περνάµε στο δόγµα της «ισχυρής Ελλάδας».

Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή