Η Ελλάδα δεν είναι συνηθισµένη σε επίπεδο πολιτικής ηγεσίας, διπλωµατίας και διοίκησης να συζητά και να εµπεδώνει στρατηγικές συµφωνίες µε χώρες όπως η Ινδία. Κατά πρώτον, βρίσκεται στο βάθος της Ασίας και όχι στην εγγύς Ανατολή. Κατά δεύτερον, είναι ο όγκος, η διάθρωση, ο πολιτισµός και ο κοσµοπολιτισµός της Ινδίας, που πρέπει να µελετηθούν σε βάθος, για να αποκτήσει δυναµική η σχέση µαζί της.

Οι Έλληνες έχουν για έναν αιώνα τουλάχιστον συνηθίσει να συζητούν και να κινούνται σε ένα περιορισµένο, σε πολλές περιόδους µάλιστα ερµητικό, περιβάλλον, µε επικεντρωµένο το ενδιαφέρον τους στις εσωτερικές, συνήθως ταραχώδεις εξελίξεις και παιχνίδια εξουσίας «εσωτερικής καύσης». Σήµερα πλέον, καθοδηγούµενοι από τη νέα διεθνή πολιτική τους και τους δρόµους της θάλασσας, φθάνουν πολύ µακριά, εκεί που το βάθος της ιστορίας και του πολιτισµού τους έχει αναφορές και δυναµική, αλλά θα χρειαστεί τη µέγιστη προσπάθεια η πορεία τους αυτή για να αποκτήσει περιεχόµενο, εφαρµογές, διάθρωση. Οι σχέσεις µε την Ινδία ξεκίνησαν, έτσι ξαφνικά (µε αµερικανικές ευλογίες), πέρυσι το καλοκαίρι µε την επίσκεψη του πρωθυπουργού, κ. Μόντι, της µεγάλης δύναµης της Ασίας και δεσπόζουσας στον Ινδικό-Ειρηνικό στην «καυτή» και έρηµη Αθήνα του Αυγούστου.

Υπήρξε θερµό κλίµα γνωριµίας. Αρχικής προσπάθειας συγκρότησης συναντίληψης µε τον Έλληνα πρωθυπουργό. Επίσης ανακοινώσεις και διακηρύξεις που έδειχναν την προοπτική. Τη συνάντηση δηλαδή δύο ναυτικών δυνάµεων Ανατολής και ∆ύσης. Οι κρίσιµες και δραµατικές εξελίξεις από το φθινόπωρο και µετά, µε το «µακελειό» που οργάνωσε η Χαµάς στην επικράτεια του Ισραήλ και οι πολεµικού τύπου επιχειρήσεις στη Γάζα στη συνέχεια, µαζί µε την εµπλοκή που δηµιουργούν οι Χούθι της Υεµένης στο πέρασµα της Ερυθράς Θάλασσας, µετέτρεψαν την επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στην Ινδία σε ένα ευρύτερης γεωπολιτικής σηµασίας ταξίδι. Και αυτό όµως δεν παύει να είναι µια επίσκεψη αρχική, προετοιµασίας του µέλλοντος. Όπου µέλλον είναι η θαλάσσια διαδροµή από την Ινδία προς την Ευρώπη µέσω των χωρών και των διαδροµών που καλύπτουν οι περιώνυµες «συµφωνίες του Αβραάµ» στην Εγγύς Ανατολή. Το γεγονός ότι στη σηµερινή συγκυρία έχουν δηµιουργηθεί προβλήµατα πρόσβασης στη διώρυγα του Σουέζ στην Αίγυπτο και στην είσοδο στη Μεσόγειο δείχνουν τις γεωπολιτικές παραµέτρους και τα ζητήµατα ασφαλείας που πρέπει να διασφαλισθούν.

Η διαδροµή αυτή, που αφορά την Ινδία και την Ελλάδα, αλλά και τα Εµιράτα, τις χώρες του Κόλπου, τη Σαουδική Αραβία, φυσικά την Αίγυπτο, το Ισραήλ ή την Κύπρο, έρχεται σε ανταγωνισµό µε την κινεζική διαδροµή, που διέρχεται χερσαία πλέον από το Πακιστάν, αντίπαλο της Ινδίας, το Ιράν, αντίπαλο της ∆ύσης, και καταλήγει στην Τουρκία, αντίπαλο της Ελλάδας και στενό σύµµαχο του Πακιστάν, στη σύνδεση Ανατολής - ∆ύσης. Επειδή µιλάµε για εµπόριο, µεταφορές, ναυτιλία και αποθηκευτικούς χώρους-λιµάνια, η Ελλάδα θα πρέπει να µελετήσει τους «όγκους» της Ανατολής, και ειδικά την Ινδία. Χρειάζεται κεντρική στρατηγική, αλλά και εταιρείες, τράπεζες και επενδύσεις που να «αντέχουν» παραγωγικά αυτήν τη νέα σχέση και διαδροµή. ∆εν θα είναι κάτι απλό για τα ελληνικά δεδοµένα, που, σε επίπεδο εταιρειών και όγκων, µέχρι στιγµής δεν έχουν κατορθώσει να ανταποκριθούν ούτε στον «όγκο» της Σαουδικής Αραβίας. Πέραν αυτών εντύπωση προκαλεί και προφανώς µε κάποιον τρόπο θα εξηγηθεί διεθνοπολιτικά από τον πρωθυπουργό ή τη διπλωµατία, η «στάση» στο Κατάρ. Χωρίς να είναι ποτέ αντίπαλος το Εµιράτο των Αλ Θάνι, ανήκει σε άλλη γεωπολιτική σύνθεση, ενώ διατηρεί ανταγωνιστικές σχέσεις µε τα Εµιράτα, τη Σαουδική Αραβία και καχυποψίας µε το Ισραήλ ή την Αίγυπτο. Είναι στενός σύµµαχος της Τουρκίας, χρηµατοδότης της Χαµάς και «συνέταιρος» µε άλλες διεθνείς διαδροµές. Πώς συντονίζεται η «στάση» στο Κατάρ µε τη συνολική στρατηγική της Ελλάδας και τους στενούς συµµάχους της;

*Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή