Κάθε φορά που εξελίσσεται µια θεοµηνία, ένα ακραίο ή έντονο φαινόµενο, οι πολίτες µε σχεδόν ενστικτώδη τρόπο γυρίζουν τη µατιά, την ελπίδα και την προσµονή τους για βοήθεια ή και σωτηρία στο κεντρικό κράτος. Σαν άλλοτε. Από την άλλη πλευρά, κυβερνήσεις και αντιπολιτεύσεις αρχίζουν από την πρώτη ώρα το «µπρα-ντε-φερ» των ευθυνών, µε επικοινωνιακές στρατηγικές υψηλής έντασης και «πυξίδα» το πολιτικό κόστος ή το πολιτικό όφελος. Μετά, όµως, και τον τελευταίο χιονιά και την κατάσταση στην Αθήνα, ήρθε µάλλον η ώρα να µιλήσουµε για πραγµατικότητες.

Πόσες δυνάµεις, αρµοδιότητες, πόρους, κονδύλια και ευθύνες έχει το κεντρικό κράτος και η διοίκηση για την αντιµετώπιση της φωτιάς, του χιονιά, της καταιγίδας, του ανέµου ή του σεισµού; Οχι µε τη λογική του συντονισµού ή της οικονοµικής στήριξης των πληγέντων, αλλά της αντιµετώπισης και της διαχείρισης των συνεπειών από αυτές. Ας πάρουµε το τελευταίο παράδειγµα ακραίου φαινοµένου. Η Αττική Οδός είναι ιδιωτική εταιρεία. Οι εθνικές οδοί είναι επίσης ιδιωτικές εταιρείες. Η ΤΡΑΙΝΟΣΕ επίσης ιδιωτική εταιρεία. Η παλιά «ισχυρή» ΔΕΗ, ανώνυµη εταιρεία πλέον, έχει σπάσει σε ∆Ε∆∆ΗΕ, τα δίκτυα και η προστασία τους, σε Α∆- ΜΗΕ και ούτω καθ’ εξής. Η κεντρική κυβέρνηση και το πάλαι ποτέ κυρίαρχο υπουργείο Εσωτερικών µε τις νοµαρχίες σε όλη την Ελλάδα και υπό αποφασιστική αρµοδιότητα στους δήµους και κοινότητες, ο ιστός του κράτους δηλαδή, έχει περιορισθεί σε έναν εποπτικό και συντονιστικό ρόλο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Σύνδεσµος περισσότερο και κεντρικός νοµοθέτης, παρά υπεύθυνος θεσµός.

Τουλάχιστον είκοσι χρόνια διακινείται µια εµµονική θεωρία, σοσιαλδηµοκρατική ή αριστερή αναθεωρητική, σύµφωνα µε την οποία οποιαδήποτε µεταφορά αρµοδιοτήτων και πόρων από την κεντρική διοίκηση σε περιφερειακές ή τοπικές διοικήσεις είναι κάτι από τη φύση του καλό και παραγωγικό. Σε άλλες εποχές, πριν από την ευρωπαϊκή γραφειοκρατική κυριαρχία, αυτό θα θεωρείτο «επαρχιωτισµός». Πλέον λογίζεται -άκριτα- ως «εκσυγχρονισµός» και «προοδευτισµός». Από την άλλη πλευρά, µια σέχτα «new age» φιλελεύθερων οπαδών της µεταεθνικής, µετακρατικής παγκοσµιοποίησης επίσης θεωρεί µε φανατισµό ότι καθετί µη κρατικό και δηµόσιο θα λειτουργήσει καλύτερα από την κεντρική διοίκηση και τις δοµές της. Κάθε ιδιωτικοποίηση και «outsourcing» είναι αφετηριακά και τελολογικά στη σωστή κατεύθυνση.

Ειδικά από το 2000 και µετά, σωρεία πολιτικών και «δηµαρχαίων» πιπιλίζουν το µυαλό του µέσου Ελληνα ότι µε διάφορα σχέδια «Καλλικράτης» θα χτισθεί µια καλύτερη Ελλάδα. Αυτό το παρουσιάζουν ως αξίωµα και όχι σαν «στοίχηµα». Πλάνα και δοµικές λειτουργίες από ευρωπαϊκές χώρες πλασάρονται στην Ελλάδα ως... καθρεφτάκια για Ινδιάνους και διάφοροι ασυνεπείς και απολύτως ανερµάτιστοι ηγετίσκοι παρουσιάζονται ως τοπικοί «µπέηδες» µε παρρησία και ύφος περισπούδαστο. Και µετά έρχονται τα δύσκολα. Και τότε πολίτες, εταιρείες και τοπικοί «άρχοντες» στρέφουν τη µατιά και την οργή τους για κάθε κακοδαιµονία στο κεντρικό κράτος. Αυτού που του πήραν αρµοδιότητες, πόρους, κονδύλια, αναπτυξιακή πρωτοβουλία, κύρος. Και τίθεται το ερώτηµα: Γιατί είναι ευθύνη της Αστυνοµίας, της Πυροσβεστικής και των Ενόπλων ∆υνάµεων να λύσουν το πρόβληµα στην Αττική Οδό, στις κεντρικές και τις περιφερειακές οδούς της Αθήνας; Τι κάνουν όλες αυτές οι δυνάµεις του κεντρικού κράτους στις αυτοδιοικούµενες περιοχές; ∆εν διαχωρίσθηκαν τα κονδύλια και οι πόροι οριζόντια, σε αυτοδιοικούµενες περιοχές, δοµές ή οντότητες;

Ο τελευταίος χιονιάς στην Αθήνα δηµιουργεί ευθύνες για την κεντρική κυβέρνηση. ∆εν παίζει ρόλο αν είναι σήµερα Νέα ∆ηµοκρατία, µε πρωθυπουργό Μητσοτάκη, ή χθες ΣΥΡΙΖΑ, µε πρωθυπουργό Τσίπρα. Το ζητούµενο είναι πόσες ευθύνες αναλογούν στην κεντρική κυβέρνηση και διοίκηση που ελέγχει και έχει την ευθύνη ο εκάστοτε πρωθυπουργός και πόσες ευθύνες αναλογούν στην αποκεντρωµένη διοίκηση και τις εταιρείες. Οι κοινοβουλευτικοί θα πρέπει να εξηγήσουν στους πολίτες ποιο είναι το εύρος των ευθυνών και των αρµοδιοτήτων τους. Από εκεί και πέρα, τα κόµµατα θα πρέπει να αποφύγουν την «παγίδα» της µικροπολιτικής, να στηρίζουν δηλαδή σχήµατα αυτοδιοίκησης, και οι κυβερνήσεις να οργανωθούν και να υπογράφουν ισχυρές και πλήρεις συµφωνίες µε τις εταιρείες.