Ξεμπερδεύουμε με το παλιό – κερδίζουμε το αύριο. Στις 20 Σεπτέμβρη ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν. Γκεσταμπιτες, μενουμεευρώπηδες, βαστασοϊμπλέδες, γερμανοτσολιάδες – εθνική αξιοπρέπεια ή όπως είχε πει παλιότερα ο Πρωθυπουργός «κάποιοι Έλληνες δεν είναι και τόσο Έλληνες». Και φτάσαμε στο σήμερα, μετα από 3,5 χρόνια κυβέρνησης της Αριστεράς, λίγους μήνες πριν τις επερχόμενες εκλογές με τα συνθήματα να είναι και πάλι Σύριζα – Αντισύριζα, η αναμέτρηση με το παλιό, διεφθαρμένο και χρεοκοπημένο σύστημα και στις εκλογές θα συγκρουστούν δυο διαφορετικοί κόσμοι.

Η στροφή του Σύριζα προς την σοσιαλδημοκρατία δεν έγινε ποτέ και για να είμαι ειλικρινής δεν πίστεψα ποτέ πως θα γίνει. Και αυτό γιατί η εμπειρία που έχουμε από λαϊκίστικά κόμματα παγκοσμίως, είτε αριστερά είτε δεξιά, μας έχει δείξει πως μετα την ανάληψη της εξουσίας παραμένουν λαϊκίστικά και διχαστικά. Ο Σύριζα δεν αποτέλεσε εξαίρεση.

Τα λαϊκίστικά κόμματα όταν βρεθούν στην εξουσία επιδίδονται κυρίως σε τρείς πρακτικές διακυβέρνησης. Πρώτον στον αποικισμό ή κατάληψη του κράτους, δεύτερον στον «νομικισμό» της διάκρισης και τρίτον στην καταστολή της κοινωνίας των πολιτών που δεν είναι «δικοί τους».

Ο Βίκτορ Όρμπαν, ο λαϊκιστής Ούγγρος πρωθυπουργός, με την ανάληψη της εξουσίας εισήγαγε μια μεταρρύθμιση για τους δημοσίους υπαλλήλους ώστε να μπορέσει να τοποθετήσει σε μη κυβερνητικές θέσεις του δημόσιου τομέα τους «δικούς» του ανθρώπους. Στην Ελλάδα έχουμε καταγγελίες για μεθοδεύσεις σε διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ, μηνύσεις για την διαδικασία πλήρωσης θέσεων διοικητικών γραμματέων των υπουργείων και διορισμούς στους πυρόπληκτους θεωρώντας πως θα ξεχάσουν την τραγωδία τους και τους αδικοχαμένους ανθρώπους τους με μια θέση στο δημόσιο.

Ο Γιάροσλαβ Κατσίνσκι, λαϊκιστής πρώην Πρωθυπουργός της Πολωνίας, με την ανάληψη της εξουσίας στράφηκε εναντίων της δικαστικής εξουσίας, ανάγκασε δικαστές σε παραίτηση και διόρισε καινούριους. Οι εποπτικές αρχές των ΜΜΕ τέθηκαν επίσης αμέσως υπό έλεγχο. Ο Κατσίνσκι θεώρησε επίσης κρίσιμο να θέσει υπό τον έλεγχο του και τις μυστικές υπηρεσίες της χώρας. Όποιοι δε ασκούσαν κριτική σε κάποιο από αυτά τα μέτρα κατηγορούντο ανοιχτά πως ήταν εντεταλμένοι των παλιών ελίτ, Πολωνοί του χείριστου είδους που έχουν την προδοσία στο αίμα τους, εχθροί των γνήσιων εκφραστών του λαού. Στην Ελλάδα παραιτούνται εισαγγελείς με καταγγελίες παρέμβασης της κυβέρνησης, η πρώην πρόεδρος του Αρείου Πάγου διορίζεται νομική σύμβουλος του πρωθυπουργού, αφού πρώτα απέτυχε η κυβέρνηση να παρατείνει την θητεία της, η κυβέρνηση αντισυνταγματικά μεθοδεύει την παύση του ΕΣΡ και αναλαμβάνει η ίδια την διαδικασία αδειοδότησης των τηλεοπτικών καναλιών και ο πρώην διοικητής της ΕΥΠ αναλαμβάνει εξωκοινοβουλευτικός αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης.

Για τους λαϊκιστές της Λατινικής Αμερικής τα έσοδα από το πετρέλαιο αποτέλεσαν το μέσο για να οικοδομήσουν ολόκληρες οικονομικές τάξεις «φίλων» ενώ για κράτη της ανατολικής Ευρώπης τα κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτέλεσαν το δικό τους πετρέλαιο. Οι κυβερνήσεις κάνανε στρατηγική χρήση των χρημάτων για να εξαγοράζουν υποστήριξη, και παράλληλα να πλουτίζουν οι ίδιοι, ή για να ελέγχουν μια κρίσιμη μάζα πολιτών. Ο Τσάβες με τον τρόπο αυτό «γέννησε» μια νέα οικονομική τάξη, την Bolibur-guesia, ως τέκνο της Μπολιβαριανής επανάστασης ενώ ο Ερντογάν έχει ακόμα την ακλόνητη στήριξη της μεσαίας τάξης της Ανατολίας που αναδύθηκε κατά την διακυβέρνηση του. Στην Ελλάδα κάποιοι επιχειρηματίες παίρνουν δημόσια έργα παίρνοντας δάνεια εκατομμυρίων βάζοντας υποθήκη βοσκοτόπια, διαγράφονται πρόστιμα από λαθρεμπόρια, συνοδεύουν κυβερνητικούς σε διακρατικές συναντήσεις και κλείνουν συμβόλαια εκατομμυρίων, καταθέτουν πλαστές φορολογικές ενημερότητες και απολαμβάνουν την κυβερνητική προστασία. Η έκφραση «για τους φίλους μου τα πάντα, για τους εχθρούς μου ο νόμος» δεν θα μπορούσε καλύτερα να αποτυπώσει τον ορισμό του νομικισμού της διάκρισης.

Η κοινωνία των πολιτών ήταν πάντα στο στόχαστρο τόσο του Βλαντιμίρ Πούτιν στη Ρωσία όσο και του Βίκτορ Ορμπάν στην Ουγγαρία. Αυτό συμβαίνει γιατί για τους λαϊκιστές πολιτικούς οι μόνοι γνήσιοι εκφραστές του λαού είναι οι ίδιοι. Δεν νοείται λοιπόν οργανώσεις από τα σπλάχνα του λαού να ασκούν κριτική στους μόνους γνήσιους εκφραστές της λαϊκής βούλησης. Στη Ελλάδα η κυβέρνηση φρόντισε από την μια να έχει στους κόλπους της εκπροσώπους Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, όπως τους οικολόγους, και από την άλλη να αναλάβουν το κρίσιμο έργο της υποδοχής των μεταναστών φίλες προς τους ίδιους οργανώσεις με χαρακτηριστικό παράδειγμα την απαγόρευση εισόδου στα κέντρα φιλοξενίας μεταναστών και προσφύγων τόσο στα Ελληνικά όσο και στα ξένα ΜΜΕ από εκπροσώπους των ίδιων των ΜΚΟ. Στη Ρωσία και στην Ουγγαρία οι κυβερνήσεις επιτίθενται στις μη φίλα προσκείμενες ΜΚΟ με συλλήψεις, προπηλακίσεις ή στη καλύτερη τους στιγματίζουν ως ξένους πράκτορες και εχθρούς του κράτους, έθνους ή λαού.

Τόσο το Κόμμα της Ελευθερίας του Χάιντερ, η ιταλική Λέγκα του Βορρά, ο Ερντογαν και τόσοι ακόμα από τους λαϊκιστές ηγέτες έχει αποδειχθεί πως τελικά είναι πιο διεφθαρμένοι από τις παλιές «ελίτ» που ήρθαν να αντικαταστήσουν και ασκούσαν σφοδρή κριτική. Παρόλα αυτά η δημοφιλία τους δεν κλονίστηκε. Τα περισσότερα από αυτά βρίσκονται σήμερα σε πλήρη ακμή. Η Λέγκα του Βορρά έχει σχεδόν αντικαταστήσει την κεντροδεξία στην Ιταλία και ο Ερντογάν αυτοανακηρύχθηκε «Άνθρωπος του Έθνους». Είναι κρίσιμο λοιπόν να αντιληφθούμε όλοι οι πολίτες, και κυρίως τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου, πως δεν αρκεί να αποκαλύψουμε τα ψέματα και την διαφθορά των κυβερνόντων λαϊκιστών για να τους νικήσουμε. Πρέπει να αποδείξουμε στους πολίτες πως η διαφθορά των λαϊκιστών και η διακυβέρνηση που αυτοί ασκούν δεν επιφυλάσσει κανένα όφελος για την μεγάλη πλειοψηφία και πως η έλλειψη δημοκρατικής λογοδοσίας, η παρακμή του κράτους δικαίου και η κατάληψη του δημοσίου θα αποβούν εις βάρος όλων των πολιτών.

Η χρονιά που ακολουθεί είναι κρίσιμη. Ο αγώνας ενάντια στον λαϊκισμό και τον συγκεντρωτισμό θα είναι δύσκολος. Πρέπει όλοι να δώσουμε αυτή τη μάχη ο καθένας από τη πλευρά του. Για την δική μας ειρηνική φιλελεύθερη επανάσταση.

* Ο Μενέλαος Σπυράκος είναι Commercial Director εταιρίας τεχνολογίας και μέλος της πολιτικής επιτροπής της Νέας Δημοκρατίας