Μια τέτοια ζήσαµε το απόγευµα της Πέµπτης στα «Παραπολιτικά», όταν «έσκασε» η είδηση ότι χτυπήθηκε ο δικηγόρος της εφηµερίδας µας Μιχάλης Ζαφειρόπουλος. Αµέσως έσπευσα να επικοινωνήσω µαζί του. Μάταια, όµως, αφού οι δολοφόνοι λίγα λεπτά πριν είχαν εκτελέσει µε επιτυχία το «συµβόλαιό» τους. «Γιάννη, καλησπέρα. Σου υπενθυµίζω το τηλεφώνηµα στον ∆ασκαλάκη». Αυτό ήταν το τελευταίο µήνυµα που είχα δεχτεί από τον Μιχάλη στις 4 Οκτωβρίου, στις 18:15. Συνεπής στην ασυνέπειά µου, δεν του απάντησα, γιατί γνώριζα ότι πάντα, ως άριστος και συνεπής επαγγελµατίας, θα έκανε για µένα αυτό που θα έκρινε σωστό. Την τελευταία φορά που συναντηθήκαµε είχε πολλή όρεξη. Βρεθήκαµε στο γραφείο του Μάκη Βορίδη, µαζί µε τον Παναγιώτη Τζένο, για να συντονίσουµε το βεβαρηµένο σε επίπεδο δικαστικών υποθέσεων δίµηνο.

Ο Μιχάλης χειριζόταν µε αποτελεσµατικότητα και επαγγελµατισµό τις περισσότερες από τις εκκρεµείς υποθέσεις των «Π». Προσωπικά, του οφείλω πολλά. Και του οφείλω γιατί σε δύσκολες στιγµές, που κυριαρχούσαν τα «θέλω», οι «επιθυµίες της στιγµής», ο «αυθορµητισµός», ο Μιχάλης επιστράτευε τη νοµική λογική και τη µετριοπάθεια. Το τελευταίο διάστηµα -πρώτιστα ως φίλος και δευτερευόντως ως δικηγόρος µου- έδειχνε να µε καταλαβαίνει. «Φίλε, έµπλεξες µε παρανοϊκούς…», µου έλεγε, σπεύδοντας κάθε φορά να προσθέσει: «Μη φοβάσαι, όµως, στο τέλος θα κερδίσουµε…». Ο Μιχάλης ήταν ένας συνετός άνθρωπος, µε ήθος, αξιοπρέπεια και αυξηµένο το αίσθηµα της επαγγελµατικής ευσυνειδησίας. Οταν η «χούντα» των Τσιπροκαµµένων µάς συνέλαβε ήταν (άµεσα) εκεί όπου έπρεπε. ∆ίπλα µας.

Μας κοίταζε στα µάτια, όχι σαν δικηγόρος, αλλά σαν φίλος, σαν αδερφός. Επειδή ήταν αστός, καταλάβαινε το µέγεθος και της προσβολής και της αδικίας. Πριν από δεκαπέντε µέρες, µου εξέφρασες ένα παράπονο.

Μου είπες ότι δεν σε κάλεσα στα εγκαίνια της εκκλησίας. Είχες δίκιο, φίλε. Γι' αυτό και σήµερα θα κάνω ένα τρισάγιο στη µνήµη σου.

Είναι το ελάχιστο που µπορώ να πράξω για όσα προσέφερες και τράβηξες µαζί µε τον Μάκη τον Βορίδη όλα αυτά τα χρόνια εξαιτίας µου στις αίθουσες των δικαστηρίων.

Και να ξέρεις ότι ήδη µας λείπεις.

Στον Τζένο, τον Φουσκίδη, τον Γιαννακόπουλο.

Σε όλους µας.

Θέλω, όµως, µια χάρη, διαφορετική από αυτές που συχνά σου ζητούσα και δεν µου έκανες µε ευκολία, αν θεωρούσες ότι στο τέλος θα µου έκανε κακό. Να µας αγαπάς και να µας προστατεύεις από εκεί ψηλά. Να µη µας κάνεις τα χατίρια. Κι εµείς από δω θα συνεχίσουµε να κάνουµε αυτό που συχνά πυκνά µου έλεγες: τη δουλειά µας. ∆υστυχώς, ο Ζαφειρόπουλος ήταν το πρώτο θύµα -εύχοµαι να είναι και το τελευταίο- µιας κοινωνίας που τα τελευταία χρόνια ισοπεδώνεται σε όλα τα επίπεδα. Ενός κράτους που, έχοντας καταρρακώσει τους θεσµούς, δίνει περιθώρια δράσης για να δρουν ανενόχλητοι οι µαφιόζοι, οι «Ρουβίκωνες», οι τροµοκράτες και οι κάθε λογής µπαχαλάκηδες. Μιας πολιτείας που δείχνει να είναι εγκλωβισµένη στη «Ζούγκλα» µιας κάστας αρρωστηµένων εγκεφάλων.

Ο Μιχάλης αφιέρωσε τη σύντοµη ζωή του και έδωσε αγώνες για να εµπεδωθεί ένας νοµικός πολιτισµός που θα εκπέµπει το µήνυµα ότι η δικαιοσύνη είναι το καταφύγιο των αδυνάµων. Που θα δίνει ίσες ευκαιρίες σε όλους. Που δεν θα αδικεί. ∆υστυχώς, δεν πρόλαβε. Απεναντίας τα τελευταία 2,5 χρόνια έβλεπε τη χώρα παραδοµένη στο χάος. Πού να πίστευε ότι θα πλήρωνε µε τη ζωή του το τίµηµα της απόλυτης διάλυσης.

Ένας αυθεντικός αγωνιστής της κανονικής αριστεράς, που έχασε τη ζωή του από το σαρανταπεντάρι των εκτελεστών της «17Ν», ο αείµνηστος Παύλος Μπακογιάννης, είχε εκστοµίσει µια φράση που είναι και πάλι επίκαιρη: «Στη δηµοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα».

Όντως, δεν υπάρχουν, αρκεί να υπάρχουν κυβερνήσεις και υπουργοί που δεν ασελγούν στους θεσµούς, δεν αµφισβητούν τις κρατικές δοµές και δεν δηµιουργούν συνθήκες Βενεζουέλας.