Είναι πολλοί εκείνοι που προσπαθούν το τελευταίο χρονικό διάστηµα να εξηγήσουν την πολιτική κυριαρχία που καταγράφει από το ’19 µέχρι σήµερα η Ν.∆. υπό την ηγεσία του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Οι περισσότεροι δυσκολεύονται να εντοπίσουν µε ακρίβεια τους λόγους της επιτυχίας, γιατί πολύ απλά τους προσεγγίζουν µε όρους παρελθόντος. Προσπαθούµε να αναλύσουµε ένα φαινόµενο βάζοντας στην πολιτική ζυγαριά αρκετή ποσότητα πολιτικών αναµνήσεων.

Τι έκανε τη δεκαετία του ’80 ο Ανδρέας Παπανδρέου, πώς κατάφερε να ανατρέψει τους πολιτικούς συσχετισµούς ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, πώς κέρδισε τις εκλογές ο Κώστας Σηµίτης και κάπου στο τέλος βάζουµε κι έναν Καραµανλή (της καρδιάς), έτσι, για να υπάρχει. Οπως έχει δείξει η πρόσφατη Ιστορία (που τώρα γράφεται), ο σηµερινός πρωθυπουργός είναι ένα «προϊόν» που διαρκώς εκπλήσσει. Το γεγονός µάλιστα ότι υποτιµήθηκε από τον βασικό του αντίπαλο, που δεν είναι άλλος από τον τέως αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ, έχει πλέον αποτυπωθεί ως εκλογικό αποτέλεσµα σε αλλεπάλληλες µάλιστα αναµετρήσεις.

Από το ’16, όταν ανέλαβε τα ηνία της Ν.∆. ο Μητσοτάκης, µια µεγάλη µερίδα παραδοσιακών ψηφοφόρων της Κεντροδεξιάς είναι αλήθεια πως αντιµετώπισε µε επιφυλακτικότητα κάποιες από τις αποφάσεις του. Ο ίδιος, όµως, όταν θεωρούσε ότι κάτι είναι σωστό, έδειχνε επιµονή και κυρίως προσήλωση στον στόχο. Το πιο πρόσφατο και πλέον χαρακτηριστικό παράδειγµα επιµονής υπήρξε η µη αλλαγή του εκλογικού νόµου, µε την παράλληλη εξάντληση της τετραετίας. Επί δύο και πλέον χρόνια, υπουργοί, βουλευτές, επιχειρηµατίες και εκδότες ασκούσαν µια ιδιότυπη πίεση προς τον πρωθυπουργό, υποδεικνύοντάς του ότι το πολιτικά ορθό ήταν να οδηγηθεί σε πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, αλλάζοντας ταυτόχρονα το εκλογικό σύστηµα που ο ίδιος είχε ψηφίσει.

Παρά τις ασφυκτικές πιέσεις και τα δεκάδες ρεπορτάζ που τον ωθούσαν προς αυτή την κατεύθυνση, δεν υπήρξε στιγµή δεύτερων σκέψεων από τον Μητσοτάκη. «Θέλω να είµαι συνεπής απέναντι σε αυτά που έχω δεσµευτεί στους πολίτες», έλεγε σε κάθε ευκαιρία προς τους συνοµιλητές του. Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι θεωρούσαν πως έπαιζε κορώνα-γράµµατα την τύχη του. Κι όταν προέκυψε το τραγικό δυστύχηµα των Τεµπών, εµφανίστηκαν οι διαχρονικοί αµφισβητίες και άρχισαν να λένε «πόσο λάθος έχει κάνει και πόσο “µοιραίος” αποδεικνύεται»!

Σε ελάχιστο χρόνο αποδείχθηκε ότι είναι λάθος να βγάζει κανείς συµπεράσµατα εν θερµώ, πολλώ δε µάλλον να καταστρώνει στρατηγικές για το µέλλον. Με την έναρξη της προεκλογικής εκστρατείας και αφού είχε βγει µία εβδοµάδα εκτός Μαξίµου, η πρώτη διαπίστωση Μητσοτάκη προς τους συνεργάτες του ήταν ότι «δεν βρίσκω τον ΣΥΡΙΖΑ». Λίγες µέρες αργότερα προσέθεσε και µια εκτίµηση, ότι η Ν.∆. θα είναι πρώτη στους νέους. Από τις κάλπες προέκυψε ότι η όσφρηση του προέδρου Κυριάκου δεν τον διέψευσε.

Επειδή στην πολιτική τίποτα δεν είναι τυχαίο, εκείνο που αξίζει να επισηµανθεί είναι το καθολικό πλέον συµπέρασµα ότι ο πρωθυπουργός έχει χτίσει µια απευθείας σχέση µε την κοινωνία. Μιλάει µε τον κόσµο χωρίς διαµεσολαβητές, κάτι που δεν αρέσει στους περισσότερους και ξενίζει σε όλους. Αυτή όµως είναι και η διαφορά του από τους προκατόχους του. Το γεγονός ότι έχει συνάψει ένα σύγχρονο κοινωνικό συµβόλαιο µε τους πολλούς, αδιαφορώντας για τα χρώµατα και τις όποιες διαφορές του παρελθόντος.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ένας ηγέτης που επιµένει να συνοµιλεί µε το αύριο και κυρίως κάνει πράξη όσα υπόσχεται. Γιατί αν κάτι τον κάνει να ξεχωρίζει, είναι ότι αυτά που είπε προεκλογικά τα νοµοθετεί µε το «καληµέρα» µετεκλογικά. Τόσο απλά και τόσο πρακτικά. Ολα τα υπόλοιπα αφορούν όσους επιµένουν να συνοµιλούν µε το παρελθόν και να τσαλαβουτούν στην τοξικότητα.

Δημοσιεύτηκε στο Secret των ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΩΝ στις 8/7