Σχεδόν σε όλες τις δημοσκοπήσεις προκύπτει η αποστροφή των νέων για τη δρώσα πολιτική. Η πανδημία ήρθε να εντείνει την καχυποψία της νεολαίας, η οποία, για άλλη μία φορά, παρακολουθεί τις πολιτικές δυνάμεις να ασχολούνται με μια σειρά από ζητήματα, αποκλείοντας τη δική τους ατζέντα. Κατά κοινή παραδοχή, και επ’ αυτού δεν χρειάζονται και πολλές αναλύσεις, τη μεγαλύτερη αδυναμία, όσον αφορά την αποτελεσματική προσέγγιση της νεολαίας, την αντιμετωπίζει η κυβερνώσα παράταξη. Σε όλες (σχεδόν) τις έρευνες η Ν.Δ. καταγράφει πολύ χαμηλά ποσοστά στη νεολαία, γεγονός που επιβεβαιώνει τη διαχρονική αδυναμία των παραδοσιακών πολιτικών δυνάμεων να συνομιλήσουν με τις επόμενες γενιές.

Επί της ουσίας, μιλάμε για δύο διαφορετικούς κόσμους, που ο ένας δεν έχει καμία επικοινωνία με τον άλλον. Μάλιστα, η νεολαία, μη έχοντας να κερδίσει τίποτα, δείχνει απροθυμία, εκτός από τη συμμετοχή, και στο να ακούσει τα όσα υποστηρίζουν οι κυβερνώντες. Οσοι αναλύουν τις τάσεις της κοινής γνώμης, και δεν αναφέρομαι σε αυτούς που παρουσιάζουν στον Μητσοτάκη μια ειδυλλιακή πραγματικότητα, θεωρούν ως απολύτως επιβεβλημένη τη χάραξη συγκεκριμένης και απόλυτα στοχευμένης πολιτικής, που θα αφορά αποκλειστικά τους νέους.

Οπως σημειώνουν, επιβάλλεται να υπάρξει ένα σχέδιο που θα δίνει χειροπιαστές λύσεις στα προβλήματα των νέων. Το τέλος της πανδημίας και η επανεκκίνηση της οικονομίας θεωρούν ότι είναι ιδανική ευκαιρία για τη χάραξη ενός οδικού χάρτη από την πλευρά της κυβέρνησης, ο οποίος θα οδηγεί σε λύσεις των διαχρονικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι νέοι. Για παράδειγμα, είναι ευκαιρία να ανοίξει ένας διάλογος που θα επικεντρώνεται στις εργασιακές σχέσεις της νεολαίας, σε μια περίοδο που η πανδημία έχει επιβάλλει την τηλεργασία. Οπως, επίσης, η κυβέρνηση, ενόψει της ψηφιακής μεταρρύθμισης, έχει τη δυνατότητα να εγκαινιάσει έναν διάλογο με όλους όσοι θα κληθούν να υλοποιήσουν στην πράξη τη νέα εποχή. Και αυτοί δεν είναι άλλοι από τους νέους ανθρώπους.

Υπάρχουν δεκάδες θέματα που μπορεί να συζητήσει η κυβέρνηση με τη νεολαία. Αρκεί να υπάρξει η βούληση, να καταρτιστεί το σχέδιο και να «επιστρατευθούν» φρέσκα (πολιτικά) μυαλά για να ανοίξουν τη συζήτηση. Είναι αναγκαίο να συμβεί αυτό, γιατί σε ελάχιστο χρόνο οι πολιτικές δυνάμεις θα ξωμείνουν από ακροατήριο. Για να πετύχουν, επιβάλλεται να πάνε στους χώρους όπου συχνάζουν οι νέοι, που δεν είναι η συμβατική πραγματικότητα στην οποία δρουν οι πολιτικοί μας. Είναι τα social media, είναι οι νέες τεχνολογίες, είναι τα σχολεία, είναι χώροι εναλλακτικοί, στους οποίους δεν έχουν από επιλογή πρόσβαση οι πολιτικές δυνάμεις. Μια χώρα χωρίς τη συμμετοχή των νέων στα μελλούμενα είναι καταδικασμένη, όπως καταδικασμένα είναι και τα κόμματα που μιλούν για τις προκλήσεις της νέας εποχής χωρίς να συνομιλούν με τους ανθρώπους που θα κληθούν να τις διαχειριστούν και να τις αντιμετωπίσουν.