Την ώρα που η Ελλάδα πορεύεται με υπηρεσιακή κυβέρνηση, ελέω απλής αναλογικής και του προσφάτως εξομολογημένου «mea culpa» του Αλέξη Τσίπρα, ο επανεκλεγείς πρόεδρος της Τουρκίας, Ταγίπ Ερντογάν, διόρισε μια σχεδόν εντελώς νέα κυβέρνηση, παραμερίζοντας τους πρωταγωνιστές της προηγούμενης, όπως ήταν ο Τσαβούσογλου, ο Ακάρ και ο Σοϊλού. Κεντρικό πρόσωπο είναι ο νέος υπουργός Οικονομικών, Μεχμέτ Σίμσεκ, ο οποίος θεωρείται από τις διεθνείς αγορές σοβαρός και αξιόπιστος. Ταυτόχρονα, ο διορισμός της νέας διοικήτριας της τουρκικής κεντρικής τράπεζας, Χαφιζέ Ερκάν, ίσως σηματοδοτεί την επιστροφή της μακροοικονομικής πολιτικής της Τουρκίας σε μια στοιχειώδη ορθοδοξία, μετά τις άσκοπες και κοστοβόρες περιπλανήσεις του Ερντογάν σε ανυπόστατες οικονομικές δοξασίες.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η οικονομία και η ανάταξή της είναι μια «καυτή πατάτα» που έχει να διαχειριστεί ο Ερντογάν στην αρχή της νέας θητείας του. Διαφορετικά, διακινδυνεύει μια οικονομική κατάρρευση που θα οδηγούσε σε προσφυγή στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, με αναπόφευκτη τη διεθνή του ταπείνωση, που δεν μπορεί να μην έχει πολιτικές παρενέργειες, ενόψει και των κρίσιμων τοπικών εκλογών του 2024. Αν, ωστόσο, στην οικονομία τα πράγματα είναι σχετικά ξεκάθαρα, «προσγείωση στην πραγματικότητα» με όσο το δυνατόν πιο ομαλό τρόπο ή «σύγκρουση με την πραγματικότητα», τα εξωτερικά είναι πιο περίπλοκα, καθώς απαιτείται η επίλυση ενός δύσκολου «γόρδιου δεσμού».

Μετά το 2016 η Τουρκία επιχείρησε να ισορροπήσει μεταξύ Δύσης και Ανατολής και, ιδίως, μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, σε μια σειρά από μέτωπα, όπως κατεξοχήν είναι ο πόλεμος στην Ουκρανία. Η ίδια θεώρησε ότι στον νέο κόσμο η Δύση εξασθενεί και η Τουρκία δικαιούται και υποχρεούται να αυτονομηθεί. Η παράταση, ωστόσο, των πολεμικών επιχειρήσεων στην Ουκρανία περιπλέκει την ισορρόπηση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα. Κομβικό σημείο τριβής αποδεικνύεται η υπόθεση της πώλησης νέων και της αναβάθμισης των παλαιών F-16 της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας. Όσο η Τουρκία αρνείται την είσοδο της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν μπορεί να υποβάλει επίσημο αίτημα στο Κογκρέσο για την προέγκριση της συμφωνίας.

Εντέλει η μπάλα βρίσκεται στο γήπεδο του Ερντογάν, ο οποίος καλείται να αποφασίσει αν θα κάνει το βήμα, γνωρίζοντας ότι ο χρόνος δεν είναι ατελείωτος. Από τον Οκτώβριο και μετά οι ΗΠΑ εισέρχονται σε μια έντονη προεκλογική περίοδο, κατά την οποία ο Μπάιντεν θα δυσκολευτεί να ξοδέψει πολύτιμο πολιτικό κεφάλαιο για οτιδήποτε άλλο πέραν της επανεκλογής. Ιδίως δε όταν θα έχει απέναντι έναν Μπομπ Μενέντεζ, ο οποίος θα μάχεται και ο ίδιος για την επανεκλογή του στη θέση του γερουσιαστή στην Πολιτεία του Νιου Τζέρσεϊ. Το τελευταίο που θα ήθελε ο Μενέντεζ θα ήταν να δυσαρεστήσει τους υπο στηρικτές του, ενόψει της κρίσιμης δικής του αναμέτρησης, για να διευκολύνει τον Μπάιντεν και, ακόμα περισσότερο, τον Ερντογάν.

Με άλλα λόγια, το Κογκρέσο θα επιμείνει σε μια σειρά από όρους, όπως η μη χρήση των αμερικανικών αεροσκαφών για υπερπτήσεις στο Αιγαίο, προκειμένου να συναινέσει στη συμφωνία. Η οποία, στην καλύτερη περίπτωση, δεν θα αρχίσει να υλοποιείται πριν από το 2027 και μάλιστα σταδιακά, που σημαίνει ότι ανά πάσα στιγμή θα μπορεί να διακοπεί η εφαρμογή της, αν διαπιστωθεί η παραβίαση των όρων της. Και σαν να μην έφθανε αυτό, η ικανοποίηση των Αμερικανών προϋποθέτει, πέρα από την όποια «ταπείνωση» του τουρκικού μεγαλοϊδεατισμού, και την απομάκρυνση από τη Ρωσία, πράγμα δύσκολο και, πάντως, με μεγάλο κόστος, όχι μόνο για την τουρκική οικονομία αλλά και γεωστρατηγικά, σε ευαίσθητα μέτωπα όπως η Συρία, η Λιβύη και ο Καύκασος.

Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 11/6