Οι εκλογές της 21ης Μαΐου δεν έδωσαν μόνο μια μεγάλη νίκη στη Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Έκλεισαν κι έναν πολιτικό κύκλο που είχε ανοίξει στις εκλογές του 2012 και καταδίκασαν όσους επέμειναν να πολιτεύονται όχι μόνο με τοξικότητα, αλλά και με τις «ευκολίες» της μεταπολίτευσης. Παλιές και νέες γενιές ψηφοφόρων επιβράβευσαν όσους μίλησαν συγκεκριμένα για το μέλλον και τιμώρησαν όσους κρύφτηκαν πίσω από αριστερίστικες δοξασίες και υπεροψίες. Εντέλει, η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη επικράτησε απόλυτα στο πολιτικό Κέντρο, χωρίς διαρροές προς τα δεξιά, κι έτσι όχι μόνο νίκησε, αλλά αποστόμωσε όσους επιμένουν να φαντασιώνονται δονκιχοτικά έναν «μπαμπούλα της Δεξιάς» για να συγκαλύπτουν την πολιτική χρεοκοπία τους.

Ωστόσο, τίποτα δεν έχει κριθεί. Ενόψει των προσεχών εκλογών θα πρέπει να τονιστεί ότι δεν υπάρχει κανένα περιθώριο εφησυχασμού. Στον δρόμο προς την αυτοδυναμία υπάρχουν πολλοί κίνδυνοι, με πρώτο την παραπλανητική σιγουριά και την ευφορία ενός τμήματος των ψηφοφόρων της ΝΔ, που ίσως θεωρούν ότι οι εκλογές τελείωσαν πριν καν γίνουν. Ο δεύτερος αφορά την πιθανότητα να μπουν στη Βουλή επιπλέον κόμματα. Διαφορετικά δεδομένα δημιουργεί μια πεντακομματική Βουλή και διαφορετικά μια επτακομματική ή οκτακομματική Βουλή. Κάθε κόμμα που μπαίνει στη Βουλή αποσπά περίπου 10 έδρες, εκ των οποίων τις περισσότερες, περίπου τέσσερις, παίρνει από το μεγαλύτερο, δηλαδή τη ΝΔ. Αν εκτός Βουλής μείνει ένα ποσοστό 6% αντί για το 16%, τότε η ΝΔ θα χρειαστεί 39% για να εξασφαλίσει μια οριακή αυτοδυναμία.

Ένας τρίτος κίνδυνος είναι να μονοπωληθεί η προεκλογική περίοδος από τον ανταγωνισμό ΠΑΣΟΚ - ΣΥΡΙΖΑ για την πρωτοκαθεδρία στην αντιπολίτευση. Έτσι μπορεί να δημιουργηθούν συνθήκες ασφυξίας για τους εκπροσώπους της ΝΔ. Οι εκλογές γίνονται πρωτίστως για να βγει κυβέρνηση και ο ανταγωνισμός στην Κεντροαριστερά μπορεί να έχει επικοινωνιακό και πολιτικό ενδιαφέρον, όμως μπορεί να δυσκολέψει τηνεπανασυσπείρωση των δυνάμεων της ΝΔ.  Και το κυριότερο, σε μια τέτοια περίπτωση μπορεί να υπάρξουν διαρροές ψηφοφόρων της ΝΔ που, προερχόμενοι από την Κεντροαριστερά, μπορεί να επιλέξουν να βοηθήσουν το ΠΑΣΟΚ.

Υπάρχει φυσικά κι ένας τέταρτος κίνδυνος, αυτός της αλαζονείας και της υπεροψίας. Η κοινωνία δεν θέλει μια ανεξέλεγκτη κυβέρνηση. Κι αυτό που πρέπει να εξηγήσουμε στο εκλογικό σώμα είναι ότι εμείς δεν διεκδικούμε καμία κυριαρχία, αλλά την αυτοδυναμία, για να προχωρήσει γρήγορα η χώρα μπροστά. Δεν βλέπουμε τη νίκη στις εκλογές ως μια «λευκή επιταγή», αλλά ως μια ξεκάθαρη εντολή του ελληνικού λαού, ο οποίος έτσι μας καθιστά αποκλειστικά υπεύθυνους. Η συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ είναι μια εξέλιξη από την οποία πρέπει όλες οι πολιτικές δυνάμεις να διδαχθούν.

Το σημερινό εκλογικό σώμα είναι ευμετάβλητο και εύκολα εκδικείται. Το 2019 ο ελληνικός λαός έδωσε στον κ. Τσίπρα μια δεύτερη ευκαιρία. Έστειλε μεν τον ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση, όμως με σημαντική δύναμη. Του έδωσε ένα υψηλό ποσοστό, 31,5%, το οποίο αθροιστικά με εκείνο του Γιάνη Βαρουφάκη έφτανε εκείνο που είχε λάβει ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015. Το μήνυμα του λαού προς τον ΣΥΡΙΖΑ τότε ήταν ότι απαιτεί από αυτόν να γίνει μια αξιόπιστη αξιωματική αντιπολίτευση και μια σοβαρή εναλλακτική για τη διακυβέρνηση της χώρας.

Την ευκαιρία του 2019 ο Τσίπρας τη σπατάλησε. Στις εκλογές της 21ης Μαΐου το εκλογικό σώμα τιμώρησε τον ίδιο και τον ΣΥΡΙΖΑ με μια στρατηγική ήττα, επειδή δεν έκαναν τη δουλειά που τους είχε αναθέσει τέσσερα χρόνια νωρίτερα. Το πάθημα του ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα μάθημα προς όλα τα πολιτικά κόμματα. Κατά συνέπεια, απαιτείται σοβαρότητα, σωφροσύνη και αυτοσυγκράτηση τόσο στον δρόμο προς τις εκλογές όσο και έπειτα από αυτές στη διακυβέρνηση της χώρας.

Δημσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 28/5