Στον δρόμο προς τις εκλογές της 21ης Μαΐου, αντί να ξεκαθαρίζει το τοπίο των εναλλακτικών που έχει μπροστά του ο ελληνικός λαός, αυτό μάλλον θολώνει με ευθύνη της αντιπολίτευσης.

Κατ’ αρχάς, διαπιστώνεται μια βασική αντίφαση. Τα περισσότερα από τα μικρά κόμματα υποστηρίζουν την απλή αναλογική και απεύχονται μια δεύτερη κάλπη. Ταυτόχρονα, ωστόσο, δεν αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως κόμματα που διεκδικούν την εξουσία και άρα συμμετέχουν, μέσα από τους όποιους συμβιβασμούς, δυνάμει, σε κυβερνητικά σχήματα συνεργασίας. Αντίθετα, αυτοπροσδιορίζονται ως οργανώσεις διαμαρτυρίας, λίγο-πολύ, που θα μείνουν εκτός κυβερνητικής ευθύνης ό,τι κι αν γίνει. Απεύχονται τη συμμετοχή τους σε μια κυβέρνηση, πράγμα που αντίκειται στον ίδιο τον ορισμό του κόμματος (πολιτική οργάνωση που διεκδικεί την εξουσία), γιατί θεωρούν ότι κάτι τέτοιο θα τα οδηγήσει στον αφανισμό. Έτσι, δίπλα στο ΚΚΕ που δεν συμμετέχει, το ΜέΡΑ25 δηλώνει απρόθυμο, ενώ και το ΠΑΣΟΚ, στην ουσία, δεν θέλει να συγκυβερνήσει. Θέτει τόσους όρους και προϋποθέσεις (ισχυρό διψήφιο ποσοστό, όχι στον Μητσοτάκη και στον Τσίπρα κ.λπ.) προκειμένου να μείνει εκτός.

Όλα αυτά δεν θα είχαν πολλή σημασία αν δεν υπήρχε η απλή αναλογική. Η οποία προϋποθέτει την προθυμία των κομμάτων, κατ’ αρχήν, να συνεργαστούν. Στην Ελλάδα σήμερα συμβαίνει το αντίθετο. Τα μικρά κόμματα που θέλουν και επωφελούνται από την απλή αναλογική δεν αποδέχονται τις συνέπειές της, που είναι οι ευρύτερες κυβερνητικές συνεργασίες. Κι έτσι καταλήγουν να υπονομεύουν όχι μόνο τη λογική της απλής αναλογικής, που υποστηρίζουν ως εκλογικό σύστημα, αλλά και την ίδια τη σταθερότητα της χώρας. Και να δημιουργούν ένα θολό τοπίο στο τι θα κάνουν μετεκλογικά που, εντέλει, δεν μπορεί παρά να ευνοεί τη Νέα Δημοκρατία, η οποία, σε αντίθεση με αυτά, έχει μια ξεκάθαρη πρόταση: την αυτοδυναμία της ενισχυμένης αναλογικής.

Υπάρχει, ωστόσο, και μια δεύτερη σκέψη που αξίζει να προσεχθεί. Τα μικρά κόμματα ίσως να μη λένε την αλήθεια. Ο λόγος είναι απλός: η πιθανότητα μιας κυβέρνησης ηττημένων είναι αντιδημοφιλής. Η ιδέα μιας πολυκομματικής κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, ΜέΡΑ25 και ΚΚΕ για τον αποκλεισμό του πρώτου κόμματος είναι ανησυχητική για μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας και όχι μόνο για τους ψηφοφόρους της ΝΔ. Με άλλα λόγια, επικρίνουν τη ΝΔ χωρίς να προτείνουν μια αξιόπιστη κυβερνητική εναλλακτική, ακόμα κι αν βγαίνουν τα κουκιά, γιατί φοβούνται ότι αν το κάνουν προεκλογικά θα καταποντιστούν στις εκλογές. Και μοιάζουν να υπονοούν, ιδίως το ΠΑΣΟΚ, ότι προσδοκούν να αποφύγουν το δίλημμα μέσα από ένα υψηλό ποσοστό της ΝΔ που θα το αποτρέψει. Το τελικό αποτέλεσμα είναι η ασά- φεια και η αυτοακύρωση της προσπάθειας παραγκωνισμού της ΝΔ, καθώς επιχειρούν να μετεωρίσουν την πολιτική συζήτηση με βάση τη δική τους στρατηγική σύγχυση. Με άλλα λόγια, τα μικρά κόμματα, είτε λένε την αλήθεια είτε λένε ψέματα, παίζουν ένα κρυφτούλι: είτε με το εκλογικό σύστημα, που υποστηρίζουν, είτε με τον ελληνικό λαό που παραπλανούν. Και, εντέλει, υπονομεύουν την πολιτική σταθερότητα.

Αυτό ιδίως για το ΠΑΣΟΚ μπορεί να έχει μεγάλο κόστος. Οι κεντρώοι ψηφοφόροι έχουν ως σημαντική προτεραιότητα την κυβερνησιμότητα, τη δυνατότητα σχηματισμού βιώσιμης και αποτελεσματικής κυβέρνησης. Αποστρέφονται την αστάθεια και τρομάζουν από τις συνέπειές της. Η τακτική του ΠΑΣΟΚ, στον βαθμό που μπορεί κανείς να τη διακρίνει και να την κατανοήσει, πράγμα συχνά δύσκολο, το απομονώνει από αυτό το ακροατήριο. Και ενισχύει την κυριαρχία της ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη σε αυτή την κρίσιμη μάζα ψηφοφόρων.

Η δυναμική που διαμορφώνεται, εκτός από τον θετικό απολογισμό του κυβερνητικού της έργου, ευνοεί τη ΝΔ και καθιστά την αυτοδυναμία της περισσότερο εφικτή γιατί οι παλινωδίες των αντιπάλων της την προβάλλουν ως τη μοναδική λύση στο κεντρικό ζητούμενο κάθε εκλογικής αναμέτρησης, που είναι ο σχηματισμός κυβέρνησης.

Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ