Ο Β’ Παγκόσµιος Πόλεµος, όπως οι περισσότεροι πιστεύουν, ήταν η υπέρτατη στιγµή της ανθρώπινης Ιστορίας, αφού οι συνασπισµένες δυνάµεις των δηµοκρατικών εθνών επικράτησαν του ναζιστικού και φασιστικού σκοταδισµού. Θα ήταν παράλογο να παραβλέψει κανείς τη θεώρηση αυτή. Ωστόσο, τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια του πολέµου οι θεωρούµενες δηµοκρατικές χώρες, σε Ανατολή και ∆ύση, µικρή ευαισθησία έδειξαν όσον αφορά τις πρακτικές του ναζιστικού καθεστώτος της Γερµανίας και σε πολλές περιπτώσεις συνεργάστηκαν στενά µε αυτό, υποβοηθώντας την άνοδό του, αλλά και την εδραίωσή του. Πολλές χώρες από αυτές, όπως η Σοβιετική Ενωση, πλήρωσαν µε πολύ αίµα την ενίσχυση που προσέφεραν στη Γερµανία λίγα χρόνια πριν. Αλλες, όπως οι ΗΠΑ, δεν πλήρωσαν τόσο ακριβά τη συνεργασία τους µε τον Χίτλερ και βγήκαν µάλλον ωφεληµένες από αυτήν τελικά.

Στις περισσότερες περιπτώσεις, η συνεργασία επετεύχθη στο οικονοµικό-επιχειρηµατικό επίπεδο, είτε µε άµεσες διακρατικές συµφωνίες είτε, συνηθέστερα, µεταξύ επιχειρηµατιών και γερµανικής κυβέρνησης. Υπήρξε, όµως, συνεργασία και σε καθαρά στρατιωτικό επίπεδο, καθώς και µεταφορά τεχνογνωσίας και τεχνολογίας στη Γερµανία, ακόµα και από το υποτιθέµενο αντίπαλον δέος της, τη Σοβιετική Ενωση του Στάλιν. Στο σηµείο αυτό µοιραία γεννάται το ερώτηµα γιατί τελικά Αµερικανοί, Γάλλοι, Βρετανοί, Βέλγοι, Τσέχοι, Ρώσοι, ακόµα και Εβραίοι συνεργάστηκαν µε τον Χίτλερ, όχι µόνο πριν από τον πόλεµο -γεγονός που θα ήταν εν µέρει λογικό-, αλλά και κατά τη διάρκειά του, την ώρα που οι χώρες τους βρίσκονταν είτε υπό ναζιστική κατοχή είτε, στην καλύτερη περίπτωση, σε εµπόλεµη κατάσταση µε τη Γερµανία.

Το 1933 ελάχιστοι άνθρωποι στον κόσµο πληροφορήθηκαν την ίδρυση της Τράπεζας ∆ιεθνών ∆ιακανονισµών. Η τράπεζα αυτή αποτελούσε ένα διεθνές, θα λέγαµε, όργανο, στο οποίο συµµετείχαν οι κεντρικές τράπεζες πολλών κρατών της υφηλίου. Την έµπνευση για την ίδρυσή της είχε ο Γερµανός υπουργός Οικονοµικών, Σαχτ. Ο Σαχτ ήρθε σε συνεννόηση µε τραπεζίτες από όλο τον κόσµο µε σκοπό την ίδρυση ενός διεθνούς πιστωτικού ιδρύµατος, το οποίο θα λειτουργούσε υπό κάθε περίσταση, ακόµα και αν οι χώρες που οι τραπεζίτες αντιπροσώπευαν εµπλέκονταν µεταξύ τους σε πόλεµο.

Τα πλέον βαρύγδουπα µέλη της Τράπεζας ∆ιεθνών ∆ιακανονισµών δεν ήταν άλλα από την Τράπεζα της Αγγλίας, τη Ράιχσµπανκ, την Τράπεζα της Ιταλίας, την Τράπεζα της Γαλλίας, την Τράπεζα του Βελγίου κ.ά. Επισήµως, η Τράπεζα ∆ιεθνών ∆ιακανονισµών δηµιουργήθηκε για να προωθήσει το πρόγραµµα των οικονοµικών επανορθώσεων που όφειλε η Γερµανία στους συµµάχους του Α’ Παγκόσµιου Πολέµου. Σύντοµα όµως µετεξελίχθηκε σε «όχηµα» µεταφοράς κεφαλαίων προς τη χιτλερική Γερµανία, τα οποία ο Χίτλερ αξιοποίησε στο έπακρο. Οταν, το 1939, ξέσπασε ο Β’ Παγκόσµιος Πόλεµος, η Τράπεζα ∆ιεθνών ∆ιακανονισµών βρισκόταν ουσιαστικά υπό γερµανικό έλεγχο, αν και διευθυντής ήταν ο Αµερικανός Τόµας Μακίτρικ.

Ωστόσο, η υπέρ του Χίτλερ δραστηριότητά της είχε ξεκινήσει πριν από την έκρηξη του πολέµου. Σε πρώτη φάση, µέσω της τράπεζας ο αυστριακός χρυσός φυγαδεύτηκε στη Βασιλεία της Ελβετίας, αµέσως µετά το «Ανσλους», την ενσωµάτωση δηλαδή της Αυστρίας στο γερµανικό Ράιχ. Η ενέργεια αυτή µάλλον µικρή έκπληξη προκαλεί, εφόσον, θεωρητικά τουλάχιστον, οι Αυστριακοί ενώθηκαν µε τη θέλησή τους µε τη Γερµανία και δεν πρόβαλαν αντίσταση.

Από την άλλη πλευρά, η τσεχοσλοβακική ηγεσία, µετά τη διαβόητη Συµφωνία του Μονάχου και διαβλέποντας τις εξελίξεις, είχε φροντίσει να φυγαδεύσει το κρατικό απόθεµα χρυσού στη Βρετανία.

Παρ’ όλα αυτά, ο διευθυντής της Τράπεζας της Αγγλίας, Μοντάγκιου Νόρµαν, κατόπιν συνεννόησης µε τον Ολλανδό και τον Γάλλο οµόλογό του, έστειλε τον τσεχοσλοβακικό χρυσό στη Βασιλεία της Ελβετίας, έδρα της Τράπεζας ∆ιεθνών ∆ιακανονισµών. Από εκεί ο χρυσός µεταφέρθηκε στο Βερολίνο, εν γνώσει του Νόρµαν αλλά και του Γάλλου οµολόγου του, αλλά και του Βρετανού τότε πρωθυπουργού, Τσάµπερλεν, ο οποίος όµως ήταν µεγαλοµέτοχος της εταιρείας Αυτοκρατορικές Χηµικές Βιοµηχανίες, ακόµα µίας θυγατρικής της γερµανικής Φάρµπεν.

Παρόµοια κατάληξη είχε και το βελγικό απόθεµα χρυσού, αξίας -σε τιµές της εποχής- 228 εκατοµµυρίων δολαρίων. Ο βελγικός χρυσός διοχετεύτηκε στην Τράπεζα της Γαλλίας λίγο πριν η χώρα καταληφθεί από τους Γερµανούς. Οι Γάλλοι τραπεζίτες τον µετέφεραν στη Βόρεια Αφρική και από εκεί τον παρέδωσαν στους Γερµανούς συναδέλφους τους και τους συναδέλφους τους στην Τράπεζα ∆ιεθνών ∆ιακανονισµών.

Ο Βέλγος αντιπρόσωπος της Τράπεζας του Βελγίου στις ΗΠΑ, µε εντολή της εξόριστης βελγικής κυβέρνησης, απαίτησε από το υποκατάστηµα της Τράπεζας της Γαλλίας στις ΗΠΑ να αποδώσει στους Βέλγους το αντίστοιχο ποσό. Κατέφυγε, µάλιστα, στην αµερικανική ∆ικαιοσύνη, η οποία και τον δικαίωσε. Για κακή του τύχη, όµως, αντιπρόσωπος της Τράπεζας της Γαλλίας στις ΗΠΑ ήταν ο Αµερικανός γερουσιαστής Φρέντερικ Κούντερτ, αναµεµειγµένος και ο ίδιος στις δραστηριότητες της Τράπεζας ∆ιεθνών ∆ιακανονισµών. Ετσι, το αποτέλεσµα ήταν προδιαγεγραµµένο.

Αλλά και η βρετανική κυβέρνηση εξακολούθησε να συνεργάζεται µε την Τράπεζα ∆ιεθνών ∆ιακανονισµών, ακόµα και µετά την είσοδο των ΗΠΑ στον πόλεµο, τον ∆εκέµβριο του 1942, προκαλώντας την οργή του Αµερικανού υπουργού Οικονοµικών, Μόργκενταου.

Αποκαλυπτική είναι η µαρτυρία του Γερµανού Νίεµαγιερ, σηµαντικού στελέχους της τράπεζας, σύµφωνα µε τον οποίο: «∆εν είχε νόηµα η πρόκληση νοµικών κωλυµάτων σχετικά µε τον σεβασµό των δικαιωµάτων των κατεχόµενων από τους Γερµανούς χωρών». Και σε επαλήθευση αυτού η Τράπεζα ∆ιεθνών ∆ιακανονισµών παραχώρησε δάνειο πολλών εκατοµµυρίων χρυσών ελβετικών φράγκων στη γερµανική διοίκηση της κατεχόµενης και στενάζουσας Πολωνίας.

Ολα τα παραπάνω δεν αποτελούσαν παρά πρόγευση της δραστηριότητας της Τράπεζας ∆ιεθνών ∆ιακανονισµών. Στις αρχές του 1940 και ενώ ο πόλεµος είχε ήδη ξεσπάσει και η Πολωνία βρισκόταν ήδη υπό τη στυγνή ναζιστική τυραννία, ο νέος διευθυντής της Τράπεζας ∆ιεθνών ∆ιακανονισµών, ο Μακίτρικ, επισκέφθηκε το Βερολίνο, όπου είχε συναντήσεις µε Γερµανούς τραπεζίτες, αλλά και µε υψηλά ιστάµενα στελέχη των Ες-Ες. Θέµα των συναντήσεων ήταν η εξεύρεση ενός τρόπου για τη συνέχιση των δραστηριοτήτων της Τράπεζας ∆ιεθνών ∆ιακανονισµών σε περίπτωση εισόδου και των ΗΠΑ στον πόλεµο στο πλευρό των Συµµάχων.

Προφανώς, κάποια λύση βρέθηκε και γι’ αυτό ο Μακίτρικ µπόρεσε και αργότερα, εν µέσω του πολέµου, να επισκεφθεί το Βερολίνο το 1943, χρησιµοποιώντας πότε ιταλικό διπλωµατικό διαβατήριο και πότε το κανονικό του, το αµερικανικό, ταξιδεύοντας πότε µε γερµανικά υποβρύχια και πότε µε σουηδικά πλοία. Ελεύθερα, επίσης, ταξίδευαν στην εµπόλεµη Ευρώπη και τα λοιπά µέλη του διευθυντηρίου της Τράπεζας ∆ιεθνών ∆ιακανονισµών. Ο ρόλος του Μακίτρικ φαίνεται ξεκάθαρα και από ένα έγγραφο, σύµφωνα µε το οποίο ο Γερµανός και ο Ιταλός αντιπρόσωπος τον αποδέχονταν ως διευθυντή της Τράπεζας ∆ιεθνών ∆ιακανονισµών, τουλάχιστον µέχρι το πέρας του πολέµου, εφόσον «ήταν ένα εξαιρετικά έµπιστο πρόσωπο».

Στις 7 Σεπτεµβρίου 1942 εξεδόθη κανονικά η ετήσια έκθεση πεπραγµένων της Τράπεζας ∆ιεθνών ∆ιακανονισµών, η πρώτη µετά και την είσοδο των ΗΠΑ στον πόλεµο. Τα πρακτικά της διανεµήθηκαν σε όλους τους αντιπροσώπους των Συµµάχων και του Αξονα.

Το ενδιαφέρον είναι ότι η συγκεκριµένη έκθεση περιείχε και πολιτικές κατευθύνσεις, εκπορευόµενες από την ανάλυση, υποτίθεται, οικονοµικών µοντέλων. Σύµφωνα µε αυτές, πρότεινε την υπογραφή συνθήκης ειρήνης µε τη Γερµανία, αναγνωρίζοντάς της τις κατακτήσεις στην Ανατολή. Κατόπιν θα γίνονταν κοινές επενδύσεις, βασισµένες στον αµερικανικό χρυσό, για να ορθοποδήσει η παγκόσµια οικονοµία.

*Από τη ραδιοφωνική εκποµπή µας στα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» 90,1 FM σχετικά µε τις άγνωστες πτυχές του Β’ Παγκόσµιου Πολέµου.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 22 Οκτωβρίου 2022