Σε παλαιότερο άρθρο του, ο δηµοσιογράφος Engin Ardiç, στην εφηµερίδα «Sabah», έγραφε: «Τούρκοι συµπατριώτες, σταµατήστε πια τις φανφάρες και τις γιορτές για την Αλωση, αρκετή βία έχουµε δώσει στην Ανατολή µε τις πράξεις µας», δείχνοντας το στίγµα µιας άλλης, πιο νηφάλιας και σύγχρονης αντιµετώπισης της ιστορικής µνήµης. Η κεµαλική κρατική τουρκική πεποίθηση έγκειται στην καθαρότητα και τη γνήσια ορµή των Τούρκων (Tu ki ye στα αρχαία κινεζικά) που ήρθαν από τα όρη Αλτάι της Μογγολίας, όπου, εµπνεόµενοι από το Ισλάµ, σε συνδυασµό µε το σαµανιστικό παρελθόν τους, σάρωσαν την παρηκµασµένη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και ουσιαστικά αναγέννησαν τους λαούς της Μικράς Ασίας και της Βαλκανικής µέσω του εκτουρκισµού.

Σήµερα υπάρχει µια άλλη θεωρία, την οποία η ελληνική και ευρωπαϊκή διπλωµατία µόλις ανακαλύπτει και, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν είναι ακόµη έτοιµη να αντιµετωπίσει. Αυτή λέει ότι όντως οι σύγχρονοι Τούρκοι είναι ντόπιοι εξισλαµισµένοι πληθυσµοί και, εποµένως, έχουν νόµιµα εθιµικά, ιστορικά δικαιώµατα «χρησικτησίας» στην περιοχή και ουδείς µπορεί πλέον να τους αποκαλεί «επιδροµείς».

Αντιθέτως, οι πρόγονοι των Τούρκων συνεισέφεραν στον ελληνικό, βυζαντινό και ευρωπαϊκό πολιτισµό, οπότε όχι µόνον έχουν δικαίωµα συµµετοχής και αναγνώρισης, αλλά µπορούν και πρέπει να ηγηθούν της σύγχρονης Ευρώπης, όπως δήλωσε στις 23 Μαΐου 2013 ο τότε υπουργός Εγκεµέν Μπαγίς, κατά την εναρκτήρια οµιλία του σε συνάντηση ευρωπαϊκών και τουρκικών τοπικών κοινοτήτων για τη διεθνή συνεργασία. Τότε ανέφερε, µάλιστα, ότι η Κωνσταντινούπολη έχει τη µοναδική ιδιότητα της «ειρηνικής συνύπαρξης όλων των θρησκειών και των πολιτισµών», γεγονός που καθιστά την Τουρκία «σηµαντικό παίκτη» στα ευρωπαϊκά και διεθνή πράγµατα. Είναι κάτι που επαναλαµβάνει συχνά ο πρόεδρος Ερντογάν.

Είτε µε τη µία θεωρία είτε µε την άλλη, γνωρίζουµε, βιώνουµε και έχουµε αποδεχτεί πως οι απόγονοι των Οθωµανών, των εξισλαµισµένων, των γενίτσαρων και λοιπών λαών της Ανατολής, ήρθαν για να µείνουν και έµειναν. Οι σε φθίνουσα κατάσταση, µε δηµογραφικό πρόβληµα Ευρωπαίοι, και ειδικά οι Ελληνες, όσο δεν στεκόµαστε στα πόδια µας και στην «αυτάρκεια», απλώς τους παρακολουθούµε χωρίς να έχουµε να πούµε κάτι. Ετοιµοι για συµβιβασµούς, µάλλον οδυνηρούς, που θα παρουσιαστούν στρογγυλεµένα ως περήφανοι και κερδοφόροι.

Με µια ρεαλιστική µατιά και αξιολογώντας το ιστορικό υπόβαθρο, βλέπουµε πως στη σηµερινή Τουρκία τα ακραία στοιχεία, και ειδικά αυτά που γνωρίζουν τη γενιτσαρική ή ντονµέδικη καταγωγή τους υπό το πρίσµα του κεµαλισµού παλαιότερα, αλλά σήµερα ως πολιτικό Ισλάµ, όντας «βασιλικότεροι του βασιλέως», υπερτόνιζαν και υπερτονίζουν την τουρκική καθαρότητα και υπεροχή. Υπερτονίζουν, µάλιστα, το σφρίγος τους µέσα από µια παραδοξότητα, αν σκεφτεί κανείς ότι και ο Μουσταφά Κεµάλ, αλλά και ο πατέρας του τουρκικού εθνικισµού, Ziya Gökalp (Mehmed Ziya), από το κουρδικό Ντιγιάρµπακιρ, δεν ήταν «καθαρής» τουρκικής καταγωγής. Επιµελώς αποσιωπάται, δε, η εκ Ποταµιάς του Πόντου -κατ’ άλλους γεωργιανή ή λαζική- καταγωγή της οικογένειας του προέδρου Ερντογάν, σε σηµείο µάλιστα που αναγκάστηκε να πει δηµοσίως, όταν κάποιοι τον κατηγόρησαν πως δεν είναι «καθαρός» Τούρκος: «Ben Müslümanim ve Türküm - Είµαι µουσουλµάνος και Τούρκος».

Γειτονικής ποντιακής καταγωγής είναι επίσης ο νυν δήµαρχος της Πόλης, Εκρέµ Ιµάµογλου. Αλλά και ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Μπουλέντ Αρίντς είναι κρητικής καταγωγής, εκ µουσουλµάνων, των λεγοµένων «Τουρκοκρητικών», που γνωρίζει ελληνικά µε κρητική προφορά-λέξεις. Πόντος και Κρήτη, Κύπρος, Αρµενία, Γεωργία, Βαλκανική, µε τουρκική πλέον συνείδηση, κυβερνούν σήµερα την Τουρκία, όπως παλαιότερα οι Βυζαντινοί εξισλαµισµένοι (Κιοσέ Μιχάλ, Γαζή Εβρενός κ.ά.) και οι εκ γενιτσάρων (π.χ., Ιµπραήµ Παργαλή) ή σουλτάνες όπως η Κιοσέµ κ.ά.

Φυσικά, κάθε άνθρωπος µπορεί να αυτοπροσδιορίζεται και να αναπροσδιορίζεται, να εντάσσει τον εαυτό του σε όποιον πολιτισµό επιθυµεί ή εντάχθηκαν οι πρόγονοί του. Εξάλλου, η ένταξη, για εµάς τους κοινωνιολογούντες περί την Ιστορία, δεν είναι θέµα γονιδίου, αλλά κοινωνικής και πολιτιστικής επιλογής. Σηµασία, όµως, έχουν οι πράξεις.

Με αφορµή τις εκδηλώσεις στην Αγια-Σοφιά στις 24 Ιουλίου 2020, να θυµηθούµε εν συντοµία τα γεγονότα της κατάκτησης. Γνωρίζουµε πως ανάµεσα στους πολιορκητές της Πόλης, το 1453, βρίσκονταν περισσότεροι χριστιανοί (καθώς και εξισλαµισµένοι ή/και γενίτσαροι) από όσους χριστιανούς υπερασπιστές βρίσκονταν µέσα στα τείχη της Πόλης. Μαζί µε τους υπερασπιστές υπήρχε και ο εκδιωγµένος Οθωµανός πρίγκιπας Ορχάν µε µερικούς πιστούς του Τούρκους στρατιώτες.

Επίσης, είναι γνωστό ότι η σχέση του 21 ετών τότε Πορθητή (Φατίχ Σουλτάν Μεχµέτ) µε τον Ελληνισµό ήταν πολύ δυνατή, αφού γνώριζε να µιλάει και να γράφει ελληνικά. Εκείνο, όµως, που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό στην Ελλάδα είναι το άνοιγµα του τάφου του Πορθητή επί σουλτάνου Abdülhamid II, σύµφωνα µε το περιοδικό «Ακτουέλ» (19.12.1991), µε τίτλο «Μήπως ο Φατίχ/Πορθητής ήταν χριστιανός;».

Στο δηµοσίευµα σηµειώνεται πως το Τέµενος του Πορθητή χτίστηκε πάνω στον ναό των 12 Αποστόλων, στα θεµέλια του οποίου ενταφιάζονταν οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες. Οταν ανοίχτηκε ο µαρµάρινος τάφος, βρέθηκε ταριχευµένο το σώµα του Μεχµέτ (πέθανε από δηλητηρίαση, µάλλον από τον γιατρό του, Γιακούµπ Πασά) τοποθετηµένου ως Βυζαντινού αυτοκράτορα (ίσως και µε σταυρό;), ενώ, σύµφωνα µε το περιοδικό «Τέµπο» (21.04.1993), το αίτηµα του Elif Naci το 1965 να ξανανοίξει ο τάφος απορρίφθηκε (βλ. Λ. Μυστακίδου: «Οι γυναίκες στην αυλή των Οθωµανών», σελ. 53-54). Μητέρα του Πορθητή φέρεται ότι ήταν η δεύτερη σύζυγος του Murad II, Huma Hatun, µάλλον Γαλλίδα, µε το όνοµα Στέλα ή Εστέρ Nache de la Bazory, ενώ κατ’ άλλους η τέταρτη σύζυγός του, Mara-Despina, κόρη του Σέρβου ηγεµόνα Γ. Μπράνκοβιτς και προγονή της Ειρήνης Καντακουζηνού, δισέγγονης του αυτοκράτορα Ιωάννη Καντακουζηνού, η οποία σε κάθε περίπτωση τον µεγάλωσε ως µητριά και τον έµαθε ελληνικά και το «Πάτερ ηµών». Εξάλλου, η τέταρτη σύζυγος του Πορθητή, Cicek Hatun, που γέννησε τον Cem, ίσως ήταν Ελληνίδα, ενώ η πέµπτη σύζυγός του, Ελένη, ήταν κόρη του δεσπότη του Μοριά ∆ηµήτριου.

∆άσκαλό του είχε τον Molla Gurani, που του δίδαξε το Iskendername του Ahmedi, δηλαδή την ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Τέλος, στο αρχείο του Βατικανού υπάρχει επιστολή του πάπα Πίου Β’ προς τον Πορθητή, που τον καλεί να ασπαστεί τον καθολικισµό, προκειµένου να ανακηρυχθεί αυτοκράτορας όλης της Ανατολής και της Ρωµανίας (βλ. ΕΙΕ, ∆ηµ. Αποστολόπουλος, «Καθηµερινή», 22.01.2006, µε ισχυρισµό πως η επιστολή αυτή δεν επιδόθηκε στον Πορθητή). Τα παραπάνω ίσως θα έπρεπε να λειτουργήσουν ως αντίβαρο στο φαντασιακό επανίδρυσης αυτοκρατορίας και χαλιφάτου των γειτόνων.

*Εκποµπή µας στον «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» 90,1 FM µε τον νοµικό, ιστορικό, γεωπολιτικό ερευνητή ∆ηµήτρη Σταθακόπουλο και τους συνεργάτες µου Λεων. Αποσκίτη και Σπ. ∆ηµητρίου