Φανταστείτε έναν κόσμο χωρίς θεσμούς. Είναι ένας κόσμος όπου τα σύνορα μεταξύ των χωρών δείχνουν να έχουν διαλυθεί, αφήνοντας ένα συμπαγές, ατελείωτο τοπίο, πάνω στο οποίο οι άνθρωποι ταξιδεύουν ψάχνοντας για κοινότητες που δεν υπάρχουν πια. Δεν υπάρχουν πλέον κυβερνήσεις, είτε σε εθνικό είτε ακόμα και σε τοπικό επίπεδο. Δεν υπάρχουν σχολεία ή πανεπιστήμια, βιβλιοθήκες ή αρχεία, καμία πρόσβαση σε καμία απολύτως πληροφορία. Δεν υπάρχει κινηματογράφος και θέατρο και σίγουρα όχι τηλεόραση. Το ραδιόφωνο λειτουργεί περιστασιακά, αλλά το σήμα είναι μακρινό και σχεδόν πάντα σε κάποια ξένη γλώσσα. Κανείς δεν έχει δει εφημερίδα επί εβδομάδες. Δεν υπάρχουν σιδηρόδρομοι ή μηχανοκίνητα οχήματα, δεν υπάρχουν τηλέφωνα ή τηλεγραφεία, ταχυδρομεία, καμία απολύτως επικοινωνία, εκτός από όσα περνούν από στόμα σε στόμα.

Δεν υπάρχουν τράπεζες, αλλά αυτό δεν είναι και μεγάλο δυστύχημα, αφού το χρήμα δεν έχει πλέον καμία αξία. Δεν υπάρχουν καταστήματα, διότι κανείς δεν έχει τίποτα να πουλήσει. Τίποτα δεν φτιάχνεται εδώ: Τα μεγάλα εργοστάσια και οι επιχειρήσεις που υπήρχαν έχουν όλα καταστραφεί ή αποσυναρμολογηθεί, όπως συμβαίνει και με τα περισσότερα άλλα κτίρια. Δεν υπάρχουν εργαλεία, εκτός από εκείνα που μπορούν να ξεθαφτούν κάτω από τα ερείπια. Δεν υπάρχουν τρόφιμα. Ο νόμος και η τάξη είναι σχεδόν ανύπαρκτα, διότι δεν υπάρχει αστυνομική δύναμη και σύστημα απονομής δικαιοσύνης. Σε μερικές περιοχές δεν φαίνεται πλέον να υπάρχει καμία σαφής αίσθηση για το τι είναι σωστό και τι λάθος.

Οι άνθρωποι παίρνουν μόνοι τους ό,τι θέλουν δίχως να λογαριάζουν ιδιοκτησία - πράγματι, η ίδια η αίσθηση της ιδιοκτησίας έχει εν πολλοίς εξαφανιστεί. Τα αγαθά ανήκουν μόνο σε εκείνους που είναι αρκετά δυνατοί για να τα κρατήσουν και σε εκείνους που είναι πρόθυμοι να τα περιφρουρήσουν με τη ζωή τους. Άνθρωποι με όπλα περιδιαβαίνουν τους δρόμους, παίρνοντας ό,τι θέλουν και απειλώντας οποιονδήποτε βρεθεί μπροστά τους. Γυναίκες όλων των τάξεων και ηλικιών εκδίδονται για φαγητό και προστασία. Δεν υπάρχει ντροπή. Δεν υπάρχει ηθική. Υπάρχει μόνο η επιβίωση.

Είναι δύσκολο για τις σύγχρονες γενιές να φανταστούν την ύπαρξη ενός τέτοιου κόσμου έξω από τη φαντασία των σεναριογράφων του Χόλιγουντ. Υπάρχουν, ωστόσο, εν ζωή σήμερα εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι που βίωσαν αυτές ακριβώς τις συνθήκες - όχι σε κάποιες μακρινές γωνιές του πλανήτη, αλλά στην καρδιά εκείνης της περιοχής που για δεκαετίες θεωρείτο ως μια από τις πιο σταθερές και ανεπτυγμένες στη Γη. Το 1944 και το 1945 μεγάλα τμήματα της Ευρώπης αφέθηκαν στο χάος επί μήνες. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος -οπωσδήποτε ο πιο καταστροφικός στην Ιστορία- είχε καταστρέψει όχι μόνο τη φυσική υποδομή, αλλά και τους θεσμούς που κρατούσαν ενωμένες τις χώρες. Το πολιτικό σύστημα είχε καταρρεύσει σε τέτοιο βαθμό ώστε Αμερικανοί παρατηρητές προειδοποιούσαν για την πιθανότητα ενός εμφυλίου σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Το σκόπιμο κομμάτιασμα των κοινοτήτων είχε σπείρει μια μη αναστρέψιμη έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ γειτόνων και η καθολική πείνα είχε καταστήσει την προσωπική ηθική άνευ σημασίας. «Η Ευρώπη», ισχυρίζονταν οι «New York Times» τον Μάρτιο του 1945, «βρίσκεται σε μια κατάσταση την οποία κανείς Αμερικανός δεν μπορεί να ελπίζει να καταλάβει». Ήταν η «Νέα Σκοτεινή Ήπειρος».

Το ότι αυτή η Ευρώπη κατάφερε να βγει από αυτόν τον βούρκο και στη συνέχεια να γίνει μια ακμάζουσα, ανεκτική ήπειρος φαντάζει τουλάχιστον ως θαύμα. Αναλογιζόμενος κανείς τα κατορθώματα ανοικοδόμησης που έλαβαν χώρα -την εκ νέου κατασκευή δρόμων, σιδηροδρόμων, εργοστασίων, ακόμα και ολόκληρων πόλεων-, μπαίνει στον πειρασμό να μη δει τίποτε άλλο παρά μόνο πρόοδο. Η πολιτική αναγέννηση που συνέβη στη Δύση είναι επίσης εντυπωσιακή, ιδίως η αναμόρφωση της Γερμανίας, που μεταμορφώθηκε από ένα κράτος-παρίας σε υπεύθυνο μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας μέσα σε μόλις λίγα χρόνια. Κατά τα μεταπολεμικά χρόνια, γεννήθηκε επίσης μια νέα επιθυμία για διεθνή συνεργασία, που θα έφερνε όχι μόνο ευημερία, αλλά και ειρήνη. Οι δεκαετίες που πέρασαν από το 1945 έχουν χαιρετιστεί ως η πιο μακρά περίοδος διεθνούς ειρήνης στην Ευρώπη από την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Δεν είναι να αναρωτιέται κανείς για το γεγονός ότι όσοι γράφουν για τη μεταπολεμική εποχή -ιστορικοί, πολιτικοί και οικονομολόγοι- την παρουσιάζουν συχνά ως μια περίοδο κατά την οποία η Ευρώπη αναδύθηκε σαν τον φοίνικα από τις στάχτες της καταστροφής. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, η λήξη του πολέμου σηματοδότησε όχι μόνο το τέλος της καταπίεσης και της βίας, αλλά και την πνευματική, ηθική και οικονομική αναγέννηση ολόκληρης της ηπείρου. Οι Γερμανοί αποκαλούν τους μήνες μετά τον πόλεμο «Stunde Νull» («Ώρα μηδέν») - με την έννοια ότι ήταν μια εποχή κατά την οποία το κράτος αποκαθάρθηκε και επιτράπηκε στην Ιστορία να ξαναρχίσει.

Δεν χρειάζεται, όμως, μεγάλη φαντασία για να δει κανείς ότι αυτή είναι μια επιτηδευμένα ρόδινη άποψη της μεταπολεμικής Ιστορίας. Κατ’ αρχάς, ο πόλεμος δεν σταμάτησε απλώς με την ήττα του Χίτλερ. Μια σύρραξη της κλίμακας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με όλες τις μικρές εμφύλιες διαμάχες που περιέκλειε, πήρε μήνες, αν όχι χρόνια, μέχρι να σταματήσει και το τέλος ήρθε σε διαφορετικές εποχές στα διάφορα μέρη της Ευρώπης. Στη Σικελία και στα νότια της Ιταλίας, για παράδειγμα, τελείωσε το φθινόπωρο του 1943. Στη Γαλλία, για τους περισσότερους πολίτες, τελείωσε έναν χρόνο αργότερα, το φθινόπωρο του 1944. Σε άλλα τμήματα της Ευρώπης, αντιθέτως, η βία συνεχίστηκε για πολύ μετά την «Ημέρα της Νίκης» στην Ευρώπη. Τα στρατεύματα του Τίτο εξακολουθούσαν να πολεμούν γερμανικές μονάδες στη Γιουγκοσλαβία τουλάχιστον μέχρι τις 15 Μαΐου 1945. Εμφύλιοι πόλεμοι, που άναψαν αρχικά από τη γερμανική εμπλοκή, συνέχισαν να μαίνονται στην Ελλάδα, στη Γιουγκοσλαβία και στην Πολωνία για πολλά χρόνια αφότου ο κύριος πόλεμος είχε τελειώσει. Και στην Ουκρανία και στις βαλτικές χώρες εθνικιστές αντάρτες συνέχισαν να μάχονται τα σοβιετικά στρατεύματα έως και τη δεκαετία του 1950.

Ορισμένοι Πολωνοί έχουν την άποψη ότι ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν τελείωσε πραγματικά παρά πολύ πιο πρόσφατα: Εφόσον η σύρραξη άρχισε με την εισβολή στη χώρα τους τόσο των ναζί όσο και των Σοβιετικών, δεν τελείωσε παρά μόνο όταν έφυγε από τη χώρα και το τελευταίο σοβιετικό άρμα μάχης, το 1989. Πολλοί στις βαλτικές χώρες νιώθουν το ίδιο: Το 2005 οι πρόεδροι της Εσθονίας και της Λιθουανίας αρνήθηκαν να επισκεφθούν τη Μόσχα για να γιορτάσουν την 60ή επέτειο από την «Ημέρα της Νίκης» στην Ευρώπη, με το σκεπτικό ότι, για τις χώρες τους τουλάχιστον, η απελευθέρωση δεν είχε έρθει παρά μόνο στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Αν συνεκτιμήσει κανείς τον Ψυχρό Πόλεμο, που ήταν ουσιαστικά μια κατάσταση διαρκούς σύγκρουσης μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Ευρώπης, καθώς και πολλές εθνικές εξεγέρσεις κατά της σοβιετικής κυριαρχίας, τότε ο ισχυρισμός ότι τα μεταπολεμικά χρόνια ήταν μια εποχή αδιάλειπτης ειρήνης φαντάζει απελπιστικά υπερβολικός.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 14 Μαΐου 2022