Κάπου στο ’89. Μπορεί και ’88. Ίσως και ’87. Όταν είσαι νιάτο, δεν κρατάς ημερολόγιο, στο μεγάλωμα στοιχειοθετείς τα ωραία σε κουτάκια-συρτάρια του νου, που ανοίγεις για να ξεγελάσεις τον χρόνο. Θυμάσαι; Θυμάμαι. Ανεβασμένη σε ένα τζιπ, χωρίς βαλίτσα, χωρίς πρόγραμμα, χωρίς υποχρεώσεις, χωρίς λεφτά και με όλα τα υπόλοιπα στο φουλ: έρωτα, παρέα, γέλια, ξενύχτια, ποτό του θανατά, ρεβιθάδες και μαστέλο σ’ ένα πιάτο, μ’ ένα πιρούνι όλοι μαζί. Έτσι την ερωτεύτηκα. Έτσι ταιριάξαμε. Έτσι αποφασίσαμε οι δυο μας (εγώ κι η Σίφνος - η Σίφνος κι εγώ) να μη χωρίσουμε ποτέ.

Ήταν βράδυ όταν (χωρίς να υπάρχει δρόμος, το αυτοκίνητο το σπάσαμε, αλλά δεν έχει καμία σημασία) φτάσαμε στη Χερρόνησο, ένα μικρό ψαροχώρι στην άκρη του πουθενά, που ’σβησε μονομιάς όλα τα «αλλού». Έκτοτε, στο πουθενά μου ήθελα να πηγαίνω. Ως ελεύθερη, ως δεσμευμένη, ως χωρισμένη, ως παντρεμένη και, κυρίως, ως μαμά. Άραγμα κάτω από τα αλμυρίκια μέχρι το σούρουπο κι ύστερα ψάρι στου Φύσσα ή το καλύτερο σουβλάκι των Κυκλάδων στην ταβέρνα του Νίκου και στο repeat η φράση «να μην πάμε πουθενά αλλού, εδώ να μείνουμε για πάντα»... Εκεί μένουν τα καλοκαίρια μας για πάντα. Στο πουθενά μου έκανα φίλους καρδιάς. Την Ευαγγελία που ’χει το σπίτι (μας) μέσα στη θάλασσα, την Κατίνα που σου σερβίρει τον καλύτερο καφέ - κι αν της τον αρνηθείς «πολύ με στεναχωρείς, βρε παιδάκι μου». Στο πουθενά μου διάβασα τα καλύτερα βιβλία (Jo Nesbo δεν σε απάτησα με κανέναν), μάζεψα αχινούς (αυτό θα φάμε για βραδινό), ψάρεψα με δόλωμα ένα... κοκοροπόδαρο (αλήθεια λέω), χτύπησα ανελέητα χταπόδια (έχει άπειρα) κι ένιωσα τον χρόνο να σταματά («βγάλε το ρολόι, βρε κορίτσι μου»).

Χωρίς κινητό (δεν έχει σήμα), χωρίς ξαπλώστρα (δεν τη θες), χωρίς μπουφεδιάρικο πρωινό (περνάει κάθε πρωί ο κυρ Γιάννης με το καλάθι του και μοιράζει αυγά από τις κότες του) και με φίλους λατρεμένους, που έρχονται κάθε καλοκαίρι γιατί «η Χερρόνησος δεν μοιάζει με καμιά». Κοντεύει δύο το πρωί και τα παιδιά παίζουν ακόμη στην άμμο. Κρυφτό, κυνηγητό, Πυθία και μπουκάλα (κι όμως, υπάρχουν ακόμη). Κάποια κολυμπάνε (εδώ κανείς δεν φοβάται το σκοτάδι), μια φωνή-αντίλαλος σκίζει την ησυχία, «έλα, παιδί μου, για ύπνο», άλλη μία θυμίζει πως κάνουμε διακοπές, «είναι νωρίς, ρε μαμά». Ναι. Είναι νωρίς. Το καλοκαίρι μόλις ξεκίνησε...

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 24/6