Βόλος, Πήλιο, Τρίκαλα, Καρδίτσα, Λάρισα. Δρόμοι κομμένοι στα δύο, σβησμένα χωριά, γκρεμισμένες γέφυρες, σπίτια βυθισμένα στη λάσπη, σκεπές που επιπλέουν σαν καρυδότσουφλα σε απέραντες λιμνοθάλασσες, κραυγές, ικεσίες, ζωές στον πάτο της απόγνωσης. Κλείνεις τα μάτια, σκεπάζεις τ’ αυτιά, δεν χωρά τόση καταστροφή, δεν υποφέρεται τόσος πόνος. Νερό με το δελτίο, στοιχειώδη συσσίτια αραδιασμένα σε ένα τραπέζι, υπερήλικα κορμιά κουρνιασμένα σε πλαστικές καρέκλες, «δεν έχουμε νερό, δεν έχουμε φαγητό, δεν έχουμε κρεβάτια, πρόσφυγες καταντήσαμε στον ίδιο μας τον τόπο». Προσπαθώ να γίνω μία από αυτούς. Πρόσφυγας στον ίδιο μου τον τόπο. Με τα παιδιά στην αγκαλιά ανεβασμένη στον νεροχύτη ενός σπιτιού, που κολυμπά στη στάθμη του θανάτου. Με τη δουλειά μου «τελειωμένη» για τα επόμενα (ποιος ξέρει πόσα) χρόνια.

Με κάποιους συγγενείς, γείτονες, φίλους, νεκρούς. Με τους κόπους μιας ολόκληρης ζωής βυθισμένους κάτω από τα γυμνά, παγωμένα μου πόδια. Η καρδιά μου χτυπά δυνατά, σε λίγο θα σπάσει. Προσπαθώ να γίνω μία από αυτούς και νιώθω πως εγώ τελείωσα. Δεν θέλω άλλο. Δεν αντέχω άλλο. Δεν μπορώ να βάλω ταχύτητα στη ζωή, μόνο όπισθεν μπορώ να κάνω στον πρώτο βάλτο. Και να χαθώ μέσα του… Και τότε τους βλέπω. Και τότε τους ακούω. Τον ογδοντάχρονο καπετάνιο της επιβίωσης που έδιωξε παιδιά κι εγγόνια «για να γλιτώσουν» κι ύστερα βγήκε μόνος με τη βάρκα του στις πλημμύρες για να σώσει τα παιδιά και τα εγγόνια των άλλων. Τον 70χρονο που «φόρτωσε» στο ψαροκάικό του «συγχωριανούς που χάνονταν στον υδάτινο εφιάλτη». Την 82χρονη που με πείσμα εικοσάρας επέμενε: «Πουθενά δεν θα πάω. Εδώ θα μείνω κι όλα από την αρχή θα τα φτιάξω. Βαστούν ακόμη τα χέρια μου. Και η καρδιά μου». Τον 83χρονο που σήκωσε στην αγκαλιά την άρρωστη σύζυγό του, σαν ιππότης που κανένα κακό δεν θ’ άφηνε να πάθει η πριγκιπέσα του.

Τους βλέπω, τους ακούω και σκέφτομαι πως μια από αυτούς θα ’θελα να είμαι! Πλασμένη από την ατσαλένια πάστα τους. Ευλογημένη με τη δύναμή τους. Αγέραστη στην ψυχή. Αγέρωχη στη συμφορά. Σαν κι αυτούς πρέπει να μάθουμε να είμαστε όλοι. Να παλεύουμε. Να αντέχουμε. Να επιμένουμε. Να αντιστεκόμαστε. Και να πολεμάμε ο ένας πλάι στον άλλο. Όχι απέναντι. Φτάνουν πια οι κατηγορίες, δεν υπάρχει χρόνος. Σώθηκαν οι υποσχέσεις, δεν αρκούν τα λόγια. Άλλαξαν όψη οι εχθροί, δεν είναι αυτοί που ξέραμε. Τελείωσαν τα όνειρα. Ο εφιάλτης είναι κοινός. Nα τον ξορκίσουμε όλοι μαζί!

Κι αν θέλουμε να ξυπνήσουμε στην όχθη ενός καλύτερου κόσμου δεν έχουμε παρά να τον δούμε…

Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 15/9