Το βιβλίο αποµνηµονευµάτων που άφησε πίσω του ο εµβληµατικός υπουργός Οικονοµικών της Γερµανίας Β. Σόιµπλε προκάλεσε και προκαλεί πολλές συζητήσεις και σχόλια όχι µόνον στη χώρα µας, αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη και, φυσικά, στη Γερµανία.

Ο Σόιµπλε δεν ήταν ναζιστής, ήταν µια ηγετική προσωπικότητα της µεταπολεµικής οµοσπονδιακής Γερµανίας, σκληρός ευρωπαϊστής, όπως έλεγαν και λένε οι Ευρωπαίοι αξιωµατούχοι που τον γνώριζαν. Αλλά η Ευρώπη του Σόιµπλε δεν ήταν απαραίτητο να είναι διευρυµένη, αλλά συγκεκριµένη κάπου εκεί στον πυρήνα της ή τουλάχιστον στο εύρος των εθνικών κρατών που µπορούσαν να δουλέψουν στις οικονοµίες τους σύµφωνα µε τους όρους και τις προδιαγραφές της γερµανικής µηχανικής στη δηµοσιονοµική αλλά και την παραγωγική βάση τους.

Ο Σόιµπλε, όταν η Ελλάδα κατέρρευσε δηµοσιονοµικά, στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, είχε µια αντίληψη, στη βάση της ανάλυσης της Deutsche Welle (DW), σύµφωνα µε την οποία το πιο ρεαλιστικό για την Ελλάδα και την Ευρώπη θα ήταν να υπάρξει µια «προσωρινή έξοδος» από την κοινή νοµισµατική ζώνη της χώρας µας, στη βάση της γερµανικής αρχής «καλύτερα ένα τέλος µε τρόµο, παρά ένας τρόµος χωρίς τέλος».

Για τον Σόιµπλε οι Ελληνες δεν θα µπορούσαν να αντέξουν το βάρος των µέτρων που θα έπρεπε να επιβληθούν για να παραµείνουν χωρίς διακοπή στη ζώνη του ευρώ, να διατηρήσει ταυτόχρονα η ευρωζώνη την αξιοπιστία της και να ικανοποιηθούν οι ξένοι πιστωτές της χώρας µας. Για τον Σόιµπλε, άλλωστε, ήταν µια λογική επιπλοκή αυτή, από τη στιγµή που, όπως αναφέρει το γερµανικό δίκτυο, δεν είχαµε κάνει το «homework» που µας αναλογούσε για να ρυθµίσουµε τις καταστάσεις στη χώρα µας και δεν είχαµε θωρακίσει την ανταγωνιστικότητα της οικονοµίας µας, που βρέθηκε καταρρέουσα µετά τη διεθνή πιστωτική κρίση του 2008.

Ο Σόιµπλε πέθανε, η Ελλάδα δεν βγήκε από τη ζώνη του ευρώ και οι θέσεις του αυτές αµαυρώνουν, σύµφωνα µε τους ευρωπαϊκούς αλλά και τους γερµανικούς κύκλους, την υστεροφηµία του. Ο ίδιος, πάντως, βοήθησε την αναδιάταξη του χρέους της χώρας µας µε το PSI, διαγράφοντας 100 δισ. ευρώ χωρίς να συµβεί πιστωτικό γεγονός και η ελληνική ηγεσία, ύστερα από πολλές περιπέτειες και σοκ, κατόρθωσε µε συνέπεια, µετά το 2016 ειδικά, να βγει η χώρα από τον κύκλο των µνηµονίων και της ξένης εντολής της τρόικας τον Αύγουστο του 2018. Μάλιστα, η τελευταία µνηµονιακή κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. άφησε και «καταπίστευµα» στην επόµενη κυβέρνηση και τις τράπεζες περίπου 37 δισ. ευρώ, σύµφωνα µε τα συµφωνηµένα µε τους Ευρωπαίους. Κάτι πρωτόγνωρα τακτικό για τα δεδοµένα της Ελλάδας, που η «καµένη γη» αποτελεί αυτοσκοπό των κυβερνήσεων.

Σήµερα, πέντε χρόνια µετά την ανάληψη της διακυβέρνησης από τη Νέα ∆ηµοκρατία, υπό την ηγεσία Μητσοτάκη, η Ελλάδα έχει σχεδόν ανακτήσει την επενδυτική της βαθµίδα, τα επενδυτικά funds έχουν επιστρέψει, οι ρυθµοί ανάπτυξης εµφανίζονται πάνω από τον µέσο ευρωπαϊκό, ενώ χαρακτηρίζεται διεθνώς ως «success story» για τη ζώνη του ευρώ, αντί για «εφιάλτης» που ήταν την προηγούµενη δεκαετία. Αν ήταν παραµύθι, θα λέγαµε το περίφηµο «και ζήσαν αυτοί καλά και εµείς καλύτερα». ∆υστυχώς, δεν είναι έτσι, γιατί η περιπέτεια συνεχίζεται και η πορεία των εθνών και των κρατών υπερβαίνει τα πρόσωπα και τις συγκυρίες. Ας ξεκινήσουµε από ένα σχόλιο του γερµανικού δικτύου DW των τελευταίων ηµερών, µε αφορµή τα αποµνηµονεύµατα του Σόιµπλε.

Η συµµετοχή στην ευρωζώνη προσφέρει πρόσβαση σε προνοµιακά κεφάλαια. Αρκεί τα κεφάλαια αυτά να κατευθύνονται στην παραγωγή και την καινοτοµία και όχι στην ανέµελη κατανάλωση. Πολύ γερµανικό, θα πει κάποιος. Συνεχίζει, όµως, το σχόλιο. Ας µη λησµονείται αυτό σε µια εποχή που η Ελλάδα ανακάµπτει µεν από την κρίση, αλλά επιµένει στο παραγωγικό µοντέλο που ακολουθούσε πριν από την κρίση, απολύτως ευάλωτο στις διακυµάνσεις του οικονοµικού κύκλου. Και µε την απειλή του χρέους να καραδοκεί το αργότερο από το 2033, οπότε καθίστανται ληξιπρόθεσµοι και απαιτητοί οι τόκοι παλιότερων δανείων που είχαν «παγώσει» στο πλαίσιο ευνοϊκών ρυθµίσεων για το ελληνικό δηµόσιο χρέος.

Κάτι λένε οι Γερµανοί, σωστά; Τίποτα διαφορετικό από ό,τι η ετήσια έκθεση της Τραπέζης της Ελλάδας. Η ανάπτυξη τροφοδοτείται από τον τουρισµό και την ιδιωτική κατανάλωση. Μέχρι το 2033 µεσολαβούν ουσιαστικά τρεις κυβερνήσεις, µε ολόκληρες κυβερνητικές θητείες. Η µία είναι αυτή του κ. Μητσοτάκη, η επόµενη είναι εκείνη που θα φθάσει το 2031 και δεν µπορούµε να την ορίσουµε και η µεθεπόµενη και τελευταία είναι η κυβέρνηση 2031-2033, που δεν µπορούµε να υπολογίσουµε ούτε πρόσωπα ούτε συγκυρίες.

Τι χρειαζόµαστε πέρα από αυτά που γίνονται σήµερα; Μεγαλύτερο πλούτο. Οχι από φορολογία, αλλά από αυξηµένο ΑΕΠ. Και πλούτο όχι από το Ταµείο Ανάκαµψης, αλλά παραγόµενο ή προστιθέµενο µέσα από αλλαγή του παραγωγικού προτύπου. Για παράδειγµα, ο τουρισµός, που µας θρέφει µέχρι και σήµερα, ξεκίνησε από µια «χρυσή» κρουαζιέρα, τον Αύγουστο του 1954, που διοργάνωσε το βασιλικό ζεύγος της Ελλάδας τότε, Παύλος και Φρειδερίκη, προσκαλώντας στο πολυτελές «Αγαµέµνων» τους γαλαζοαίµατους της Ευρώπης, βασιλιάδες, πρίγκιπες, πριγκίπισσες, σε κρουαζιέρα πολυτελείας 11 ηµερών, που πληρώθηκε από συγκεκριµένη χορηγία του εφοπλιστή Ευγενίδη. Στόχος, η ανάδειξη και η αύξηση του ελληνικού τουρισµού και η διαδροµή στα κύρια νησιά και τους αρχαιολογικούς τόπους της χώρας. «New deal», δηλαδή...

Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά