Αυτές τις ηµέρες οι Βρυξέλλες δονούνται από σενάρια πολέµου, µε ορίζοντα το 2026 (!), σύµφωνα µε τα οποία η Ρωσία τού αναµενόµενα επανεκλεγέντος Πούτιν θα επιτεθεί µε τις τακτικές στρατιωτικές δυνάµεις της είτε στη Βαλτική είτε στη Σκανδιναβία. Ειδικά στα εδάφη της Φινλανδίας και Σουηδίας. Τα σενάρια αυτά, υπό τη µορφή επερχόµενων απειλών -και στην περίπτωση που «κλείσει» µε διαπραγµατεύσεις το πολεµικό µέτωπο της Ουκρανίας- διαδίδονται µε εκθέσεις ευρωπαϊκών µυστικών υπηρεσιών πληροφοριών, µε επίκεντρο µάλιστα τη Γερµανία και όχι, για παράδειγµα, τους Βρετανούς, τόσο στη βάση του ΝΑΤΟ όσο και στις δοµές της Ευρωπαϊκής Ένωσης που διατηρούν τις κεντρικές τους δοµές στη βελγική πρωτεύουσα.

Τα σενάρια αυτά δηµοσιοποιήθηκαν στην Ελλάδα µέσω του ραδιοφωνικού σταθµού των Παραπολιτικών 90,1 FM στην εκποµπή του συνάδελφου Λ. Καλαρρύτη από τον πάντα έγκυρο σε επίπεδο πληροφοριών, ειδικά περιεχοµένου ΝΑΤΟ, στρατιωτικό αναλυτή Θ. ∆ρούγο. Το κλίµα αυτό που κυριαρχεί στις Βρυξέλλες είχε άµεση επίδραση στις εργασίες που εξελίχθηκαν την Πέµπτη και την Παρασκευή, µε την προγραµµατισµένη Σύνοδο Κορυφής των 27 της Ένωσης.

Σε αυτήν συζητήθηκε ουσιαστικά και κυρίαρχα σε εισαγωγικό στάδιο ο επανεξοπλισµός της Ευρώπης. Όχι µάλιστα σε επίπεδο κρατών-µελών, µε τα περισσότερα να τελούν και µέλη του ΝΑΤΟ, άρα να οφείλουν εκ της συµµαχίας του Ατλαντικού Συµφώνου να επενδύουν ετησίως το 2% του ΑΕΠ τους σε στρατιωτικό εξοπλισµό και επιχειρησιακή δυνατότητα των εθνικών τους ενόπλων δυνάµεων, αλλά σε επίπεδο ευρωπαϊκού προϋπολογισµού και προγραµµατισµού. Άσχετα µε την αµφιθυµία που από την αρχή καταγράφηκε ως προς την έκδοση οµολόγων ειδικά για την ευρωπαϊκή άµυνα, το πλέον σηµαντικό είναι ότι η Ευρώπη περνά, χωρίς διαφωνίες, από τη µακρά περίοδο των τριών δεκαετιών της παγκοσµιοποίησης στη διεθνή οικονοµία σε µια νέα φάση Ψυχρού Πολέµου. Προβάλλονται τα σενάρια και οι απειλές θερµού πολέµου µε τη Ρωσία, αλλά στο βάθος λαµβάνεται υπόψη η παγιωµένη άποψη της Ουάσιγκτον για αντιµετώπιση της Κίνας ως στρατηγικού ανταγωνιστή της ∆ύσης. Επιστρέφουµε µε τον τρόπο αυτό στο Ψυχρό Πόλεµο σε όλα τα µήκη και πλάτη της Γης και στις λογικές του κατά Τσόρτσιλ «σιδηρού παραπετάσµατος».

Η Ευρώπη εξάλλου επηρεάζεται και από την ανησυχία πολλών από τις ηγεσίες της για την εκλογή του Ντ. Τραµπ στην προεδρία των ΗΠΑ, ο οποίος ήδη έχει δηµοσιοποιήσει τις προσεγγίσεις του. Σύµφωνα µε αυτές, είτε οι Ευρωπαίοι θα αναλάβουν το κόστος της άµυνας και της ασφάλειάς τους, κάτι που σε µεγάλο βαθµό τις µεταπολεµικές δεκαετίες αλλά και µέχρι σήµερα βαρύνει τις ΗΠΑ, είτε θα εγκαταλειφθούν στην τύχη τους. Οι ευρωπαϊκές ηγεσίες αλλά και οι κοινές δοµές στις Βρυξέλλες -λέγε µε Κοµισιόν- έχουν αναπτύξει την τελευταία εικοσαετία βαθµηδόν µια «πράσινη ατζέντα» και επί αυτής έχουν κινηθεί συλλογικά επενδύοντας ιδεολογικά αλλά και οικονοµικά-χρηµατιστηριακά στη σωτηρία του πλανήτη και στην εξέλιξη στη βάση της παγκόσµιας εµπορικής και παραγωγικής αλληλεξάρτησης. Οι θεωρίες τους αυτές, καθαρά κερδοσκοπικές και καθόλου ιδεαλιστικές όπως φαίνονται, στις οποίες είχαν συγκλίνει Παρίσι και Βερολίνο, µε όλους τους άλλους να προσαρµόζονται, δεν τους έφεραν σε σύγκρουση µόνο µε τους λαούς και τους αγρότες τους. Αλλά τελικά και µε την Ουάσιγκτον ή την πραγµατικότητα, µετά την όχι και τόσο αιφνιδιαστική από πλευράς σεναριακής πρόβλεψης εισβολή, προ διετίας, της Ρωσίας στην Ουκρανία του Ζελένσκι.

Το καθοριστικό σήµερα είναι ότι, είτε µε ευρωοµόλογα είτε χωρίς αυτά, µε µια αλλαγή στον προσανατολισµό των στρατηγικών της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων ή Ευρώπη επιστρέφει στον πόλεµο. Η Ελλάδα δεν δείχνει αιφνιδιασµένη από την ανατροπή, αλλά θα πρέπει να κινηθεί γρήγορα και µε ευκρίνεια για να αδράξει την ευκαιρία, όπως οι χειρισµοί Μητσοτάκη ήδη προεξοφλούν.