Η δημοκρατία οφείλει να είναι μετριοπαθής, ανεκτική και μεγαλοπρεπής, διαφορετικά ως πολιτειακή λειτουργία πέφτει σε «παγίδες» αυταρχισμού και χίμαιρες που στρέφονται ενάντια στην ισχύ, στο κύρος και την αυτάρκειά της. Στην περίπτωση Κασιδιάρη υπήρξαν σε προεκλογικούς χρόνους κάποιες πολιτικές-πολιτειακές επιλογές που εξελίχθηκαν σε νομοθετικές παρεμβάσεις, με έναν δικαιολογημένο στόχο: Ο καταδικασμένος (πρωτόδικα) ως μέλος και εκ των επικεφαλής της εγκληματικής, αλλά με πολιτικό περιεχόμενο, νεοναζιστικής οργάνωσης Χρυσή Αυγή, η έφεση του οποίου δεν είχε εκδικασθεί εμπρόθεσμα σε σχέση με τους χρόνους των τακτικών εκλογών, να μην μπορεί να βρει νομικό «παράθυρο» ώστε να συμμετάσχει με δικό του ή α λα καρτ δικό του κόμμα, τους «Έλληνες», στις εκλογές.

Η όλη διαδικασία ήταν μια άμυνα του δημοκρατικού συστήματος της Ελλάδας να διατηρήσει την αξιοπρέπειά του, αλλά και να καλύψει την ανεπάρκεια της Δικαιοσύνης που δεν είχε οδηγήσει σε τελική ετυμηγορία τη συγκεκριμένη έφεση. Οι νομοθετικές πρωτοβουλίες αυτές, τροπολογίες Γεραπετρίτη όπως έγιναν γνωστές, πέτυχαν τον στόχο τους. Το κόμμα Κασιδιάρη -«Έλληνες»- δεν πέρασε από την κρησάρα της νομιμότητας του Αρείου Πάγου. Στη συνέχεια, ο εκ των επικεφαλής της Χρυσής Αυγής βρήκε ένα τέχνασμα πολιτικού και τακτικού χαρακτήρα για να υπερβεί το αδιέξοδο. Στήριξε, σχεδόν διά «νεύματος», ένα τυχαίο και τυχάρπαστο υπάρχον πολιτικό «μόρφωμα», χωρίς πιθανότητες να συγκεντρώσει οποιοδήποτε υπολογίσιμο ποσοστό τότε στις επερχόμενες εκλογές του Ιουνίου, και τελικά πέτυχε έναν εντυπωσιασμό. Διακήρυξε την υποστήριξή του στους Σπαρτιάτες, ένα σχήμα ουσιαστικά του διαδικτύου, χωρίς ψηφοδέλτια ολοκληρωμένα, γραφεία-έδρα αναφοράς, πρόγραμμα, θεώρηση πραγμάτων, ηγετική ομάδα. Ενδεχομένως «πέρασε» και κάποια πρόσωπα της προτίμησής του στην προσπάθεια να συγκροτηθούν ψηφοδέλτια, προκειμένου το κόμμα να συμμετάσχει στις εκλογές. Αλλά καμία σχέση με τη Χρυσή Αυγή, ως οργάνωση. Επικεφαλής, ένας χαρακτηριζόμενος «πολιτικός γυρολόγος», ο Βασίλης Στίγκας, και κάποιοι άλλοι, τα ονόματα των οποίων δεν έχει συγκρατήσει κανένας. Οι Σπαρτιάτες ανακηρύχθηκαν πέμπτο κατά σειρά εδρών κόμμα στο νέο Κοινοβούλιο, πίσω από το ΚΚΕ, επικρατώντας μάλιστα σε επιρροή της Ελληνικής Λύσης του Βελόπουλου. Σήμερα κάποιοι πολιτικοί, δημοσιολογούντες και καθηγητές πανεπιστημίου υποστηρίζουν νομικές ερμηνείες που θα αποκλείσουν το κόμμα-σκιά από το Κοινοβούλιο, αφού όμως αυτό ψηφίστηκε από ένα σχεδόν 5% των συμμετεχόντων στις εκλογές πολιτών. Αυτό θα ήταν λάθος, αφού τέτοιου τύπου κινήσεις θα έδιναν επιπλέον όγκο στην «μπλόφα» Κασιδιάρη, ο οποίος στη συνέχεια, αξιοποιώντας προπαγανδιστικά τον αποκλεισμό αυτό, θα μπορούσε να αυξήσει την επιρροή του σε ανθρώπους που για διάφορους λόγους νιώθουν την ανάγκη να ψηφίσουν «αντισυστημικά» ή έχουν ασπασθεί ακραίες ιδεολογίες. Για παράδειγμα, στις περιφερειακές εκλογές του Οκτωβρίου, που έχουν άλλο νομικό πλαίσιο, ή πολύ περισσότερο στις μετέπειτα ευρωεκλογές του Ιουνίου, που δεν προβλέπονται τέτοιες εξαιρέσεις μέσω Αρείου Πάγου.

Σε κάθε περίπτωση, η έκπληξη που δημιουργήθηκε από τις εκλογές του Ιουνίου -με κόμματα όπως οι Σπαρτιάτες, υπερσυντηρητικά όπως η ΝΙΚΗ, αντιδραστικά όπως η Πλεύση Ελευθερίας, αλλά και το πιο θεσμοποιημένο λαϊκοδεξιό-εθνικιστικό του Βελόπουλου- θα πρέπει να βρει διέξοδο στην κοινοβουλευτική διαδικασία, που αμβλύνει τις ακρότητες ή αναδεικνύει τις «γραφικότητες», αλλά και σε εν γένει προβληματισμό, με πολιτικούς όρους. Σημειωτέον, η «εναλλακτική» αυτή Δεξιά «τρέφεται» από την κοινωνική αντίσταση στη διαχεόμενη «woke» κουλτούρα, κάτι που καταλαβαίνει πολύ καλά ο πολύπειρος Α. Σαμαράς. Ταυτόχρονα όμως και από τη «μαύρη» προπαγάνδα περί επικείμενης συμφωνίας «Πρεσπών του Αιγαίου».

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 28/6