Στις 3 Ιουλίου, αν δεχθούµε τα στοιχεία των δηµοσκοπήσεων, τις πολιτικές εκτιµήσεις και τις θέσεις των κοµµάτων και φυσικά τις προθέσεις του Κ. Μητσοτάκη, θα έχουµε κυβέρνηση.

Την ώρα που το νέο Υπουργικό Συµβούλιο θα κάθεται στις καρέκλες του και το υπουργείο Εξωτερικών θα υποδέχεται τη νέα πολιτική ηγεσία του, οι εξελίξεις στην Τουρκία θα έχουν προηγηθεί ή τουλάχιστον δροµολογηθεί. Για τον απλούστατο λόγο ότι εκλογές στην Τουρκία έχουµε αύριο, Κυριακή, και, εφόσον δεν προκύψει πλειοψηφία, επαναληπτικές στις 28 Μαΐου. Ασχετα µε το αν θα επικρατήσει ο Ερντογάν ή ο Κιλιτσντάρογλου µε το συµµαχικό σχήµα της αντιπολίτευσης, η Τουρκία µπορεί να περιπέσει σε κατάσταση πολιτικής και κοινωνικής αστάθειας, µε διευρυµένες ταραχές, που θα επηρεάσουν την κρατική της συνοχή. Η Τουρκία βρίσκεται σε κατάσταση οικονοµικής κατάρρευσης και δηµοσιονοµικής χρεοκοπίας. Οι συνθήκες φτώχειας, που διευρύνονται στον πληθυσµό της, σε συνδυασµό µε τις επιπτώσεις των τελευταίων σεισµών, έχουν οδηγήσει τις καταστάσεις στα άκρα. Αυτό σηµαίνει ότι η Τουρκία θα αναγκασθεί να καταφύγει σε δανειοδότηση µέσω ∆ΝΤ.

Πέραν της απογοήτευσης που θα δηµιουργήσει µια τέτοια εξέλιξη στους πολίτες, στις επιχειρήσεις, αλλά και στο σύστηµα διοίκησης της Τουρκίας, θα αποτελέσει µια επιστροφή στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Τότε που ο ανερχόµενος Ερντογάν µε το AKP, στην αρχή της µακράς πορείας του στην ηγεσία είχε δεσµευθεί και τελικά πέτυχε την έξοδο µε την αποπληρωµή των χρεών (2013) στο ∆ΝΤ και την απαρχή µιας νέας στρατηγικής προς την αναβάθµιση της χώρας σε περιφερειακή δύναµη στη Μεσόγειο, τη Βαλκανική και την Εγγύς Ανατολή. Ολα αυτά σήµερα πλέον έχουν καταρρεύσει.

Η Τουρκία µέσα από τον «µεγαλοϊδεατισµό» της καταρρέει. ∆εν ήταν τόσο «µεγάλη» όσο φανταζόταν η ηγεσία της, αλλά από την άλλη δείχνει, σε συνθήκες κλιµάκωσης του ανταγωνισµού µεταξύ Ανατολής (BRICS) και ∆ύσης, «πολύ µεγάλη για να µείνει ενιαία». Ο πλούτος της, που δηµιουργήθηκε στη βάση της επιτυχηµένης µεγιστοποίησης της παραγωγικής της βάσης, της βιοµηχανίας και του real estate, απορροφήθηκε από τα φεουδαρχικής έκτασης καρτέλ των νεο-Οθωµανών και τα «παρακλάδια» της οικογένειας Ερντογάν και δεν υπήρξε διάχυση του πλούτου και εµπέδωση της ευηµερίας στα ευρύτερα στρώµατα του πληθυσµού. Αποτέλεσµα, σήµερα, σε συνθήκες καταστροφής, οι ανισότητες να έχουν διευρυνθεί και το «χάσµα» ανάµεσα στην Ανατολική Τουρκία και τη ∆υτική ή το παλαιό Βυζάντιο και την Ανατολία να µοιάζει αγεφύρωτο, απειλώντας σε συνθήκες απορρύθµισης του κράτους την ίδια τη συνοχή του πληθυσµιακού «µωσαϊκού» της Τουρκίας.

Πέραν όλων των άλλων, η επιλογή της στρατηγικής της «καιροσκοπικής ουδετερότητας», µετά την είσοδο των ρωσικών στρατευµάτων στην Ουκρανία, ανάµεσα στη ∆ύση και τη νέα Ανατολή και ο δεσπόζων αντιαµερικανισµός στη βάση του πληθυσµού και όχι µόνο στις κυβερνώσες ελίτ από το 2016 και µετά θα προκαλέσουν περαιτέρω επιπλοκές σε µεσοπρόθεσµο ορίζοντα. Αλλά και από τις επόµενες εβδοµάδες. Η Τουρκία θα επιλέξει να δανεισθεί από το ∆ΝΤ και δυτικά funds ή από την Κίνα; Στην πρώτη περίπτωση, θα ακολουθήσουν γνωστά στους Ελληνες από την προηγούµενη δεκαετία µνηµόνια, περιοριστικά δηµοσιονοµικά µέτρα και εκποίηση της παραγωγικής βάσης και των υποδοµών της χώρας σε δροµολογηµένες και κατευθυνόµενες ιδιωτικοποιήσεις, µετοχοποιήσεις κ.λπ. Στη δεύτερη περίπτωση, είναι γνωστός ο τρόπος µε τον οποίο δανείζει η Κίνα, µε διαφάνεια ή αδιαφάνεια. Προσφέρει ρευστότητα και δεσµεύει µακροπρόθεσµα υποδοµές και βασικές λειτουργίες του κράτους, ως άσκηση εγγυήσεων και επιβολή τόκων. Μοντέλο που κυρίαρχα έχει παρατηρηθεί στην Αφρική.

Οπως γίνεται αντιληπτό, οι εκλογές στην Τουρκία και η πολιτική πραγµατικότητα που θα προκύψει -αν τελικά προκύψει και δεν χαθούν όλα σε µια «δηµιουργική καταστροφή», σύµφωνα µε τη συνήθη φρασεολογία της Γουόλ Στριτ- θα έχουν άµεσες επιπτώσεις στην απόκτηση πλεονεκτηµάτων δυτικών εταιρειών έναντι κινεζικών και ρωσικών µονοπωλίων ή ολιγοπωλίων. Η καταρρέουσα αυτή τη στιγµή Τουρκία, σε δηµοσιονοµικό αδιέξοδο, εξαιτίας όχι µόνον του όγκου και της θέσης της, αλλά και της παραγωγικής βιοµηχανικής της βάσης σε σχέση µε το χαµηλό εργατικό κόστος, αλλά και τις υποδοµές της σε δοµικά έργα, που επηρεάζουν όλη την περιοχή της Μέσης Ανατολής, αποτελεί «Ελ Ντοράντο». Αυτό δεν µπορεί να επηρεάζει τις ελληνικές θέσεις σε σχέση µε τις ιστορικές διαφορές πλέον που έχει τόσο η Ελλάδα όσο και η Κύπρος στο ζήτηµα της υφαλοκρηπίδας ή των ΑΟΖ η πρώτη και των δεδοµένων κατοχής εδαφών της η δεύτερη. Τα κρατικά κεντρικά συµφέροντα επίσης θα πρέπει να διαχωρίζονται από τα τυχόν επιχειρηµατικά.

Γιατί όσοι όµιλοι, ελληνικοί ή ευρωπαϊκοί, επιθυµούν να αναλάβουν ρίσκα στο «Ελ Ντοράντο»-Τουρκία µπορούν να το πράξουν χωρίς όµως να λογίζουν ως «παράθυρο ευκαιρίας» τον ελληνοτουρκικό διάλογο για τα ζωτικά, εθνικού και διακρατικού ενδιαφέροντος, θέµατα, µε προεξοφληµένες ελληνικές υποχωρήσεις. Κάτι σαν «Πρέσπες του Αιγαίου», δηλαδή...

Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 13/5