Την προηγούµενη εβδοµάδα ο πρωθυπουργός µετέβη στην Ελβετία για να συµµετάσχει στην ετήσια συνεδρίαση του φόρουµ στο Νταβός. Την πρώτη διά ζώσης, µετά την υποχώρηση της πανδηµίας του COVID-19. Εκεί ο κ. Μητσοτάκης, εκτός των πολλών άλλων που συνάντησε και συζήτησε για την πορεία της οικονοµίας στη χώρα, είχε την ευκαιρία επαφών µε δύο πολύ σηµαντικούς παράγοντες. Τον επικεφαλής του αµερικανικού κολοσσού στις τεχνολογίες, της Intel, και την ηγεσία του επενδυτικού και χρηµατοπιστωτικού οργανισµού της BlackRock.

Η Intel αποτελεί την αµερικανική εκείνη εταιρεία που εξειδικεύεται στην κατασκευή των ηµιαγωγών, τα περίφηµα chips, που κινούν τις σύγχρονες τεχνολογίες και αποτελούν το κοµβικό προαπαιτούµενο για να προχωρήσει όχι µόνον µια χώρα στο µέλλον, αλλά να ανταγωνισθεί µε προϋποθέσεις η ∆ύση την κινεζική Ασία. Ως γνωστόν, η παραγωγή των ηµιαγωγών αυτών, από τους οποίους εξαρτάται η ∆ύση, εξελισσόταν κατά 95%, µε τα δεδοµένα της παγκοσµιοποίησης και της εµπέδωσης της παγκόσµιας αλληλεξάρτησης, στην Ταϊβάν. Στα νέα πλάνα του «βαθέος κράτους» της Αµερικής και όχι των «πυρήνων» του Ντ. Τραµπ είναι η εξάρτηση αυτή να ξεπερασθεί, αφού µάλιστα η Ταϊβάν αποτελεί έναν από τους βασικούς στόχους του Πεκίνου, ακόµα και ως «θερµό µέτωπο» αντιπαράθεσης µε τις ΗΠΑ και τη ∆ύση, την επόµενη ηµέρα του πολέµου στην Ουκρανία. Η Intel είναι η κύρια τεχνολογική εταιρεία, που έχει ως στρατηγικό στόχο να δοµήσει εργοστάσια παραγωγής ηµιαγωγών σε όλο τον κόσµο, πέραν της Αµερικής, και φυσικά στην Ευρώπη. Ο στόχος, προφανής. Να µην υπάρξει ανάλογος αιφνιδιασµός στην Ευρώπη, για παράδειγµα, µε αυτό που συνέβη από την εξάρτησή της από το ρωσικό φυσικό αέριο, µε ευθύνη της Γερµανίας. Η Intel είχε ως πρόθεση ήδη από τη δεκαετία του 1980 να αποτελέσει παράγοντα εξέλιξης, τεχνολογικής και παραγωγικής, για την Ελλάδα. Αντιµετωπίσθηκε αρνητικά και από τις τότε κυβερνήσεις στην Ελλάδα, που «αφέθηκαν» στις σχέσεις διαπλοκής µε επιχειρηµατικά συµφέροντα που επιζητούσαν διόγκωση της παρουσίας τους και του πλούτου τους και, το σηµαντικότερο, πατούσαν επί ελληνικού εδάφους. Ετσι, η τότε ηγεσία της χώρας αντιµετώπιζε απολύτως αρνητικά την αµερικανική κουλτούρα για παραγωγική και πραγµατική επιχειρηµατικότητα, χωρίς «λαδοτύρι».

Κάτι ανάλογο συνέβη και το 1999, όταν υπήρξε η δεύτερη µεγάλη ευκαιρία για την Ελλάδα να αναπτυχθεί και να αποκτήσει δοµές και διεθνή ρόλο. Ο λόγος για την -περιώνυµη και ως «αµερικανική απόβαση»- επίσκεψη του προέδρου Κλίντον και πολυµελούς κυβερνητικής αποστολής, µε τον σηµερινό υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, κ. Α. Μπλίνκεν, νέο διπλωµάτη στην «κλειστή οµάδα» προετοιµασίας εκείνων των συνοµιλιών. Αυτών που για την Ουάσινγκτον και τις φιλοδοξίες της θα αποτελούσαν ένα νέο «σχέδιο Μάρσαλ» για την αναβάθµιση της συµµαχικής Ελλάδας. Την περίοδο εκείνη βρίσκονταν στην ηγεσία της χώρας οι κυβερνήσεις του Κ. Σηµίτη. Οι αυτοχαρακτηριζόµενοι «εκσυγχρονιστές». Που είχαν, όµως, δύο στρατηγικού χαρακτήρα ελαττώµατα. Πρώτον, αναβάθµισαν τους επιχειρηµατικούς οµίλους της διαπλοκής σε « εθνικούς πρωταθλητές». ∆εύτερον, αντιµετώπιζαν την Ελλάδα ως «χώρο» ή και εξωχώριο κρατίδιο της κραταιάς τότε ηγεµονίας της Γερµανίας στην Ευρώπη. Και αυτή η ευκαιρία για την Ελλάδα χάθηκε, αφού η Αµερική, όταν ήταν απαραίτητο για τα εγχώρια «ειδικά συµφέροντα», αντιµετωπιζόταν ως «αποικιοκρατική» και «ύποπτη» ως προς τις προθέσεις και την αξιοπιστία της «µεγάλη δύναµη». Ολα αυτά γνωρίζουµε όλοι πού κατέληξαν. Στη χρεοκοπία της χώρας το 2010- 2011, δέκα χρόνια µετά την ένταξή της στη ζώνη του ευρώ, µε εµφανώς πληµµελή προετοιµασία. Σήµερα τα πράγµατα και οι παράµετροι είναι απολύτως διαφορετικά. Ο κ. Μητσοτάκης εκ των πραγµάτων και των συνθηκών δείχνει πολύ πιο τολµηρός, αποφασισµένος και εθνοκεντρικός από πολλούς προκατόχους του, έστω και αν εκείνοι διαφήµιζαν την «εθνικοφροσύνη» τους σαν «διαβατήριο» για να µαζεύουν ψήφους στις εκλογές ή δηµοφιλία στις δηµοσκοπήσεις στα ενδιάµεσα διαστήµατα των εκλογών.

Ο Ελλην πρωθυπουργός πήγε στο Νταβός, συνάντησε την ηγεσία της Intel και δροµολόγησε συνοµιλίες για τη δόµηση και στην Ελλάδα εργοστασίου παραγωγής ηµιαγωγών. ∆εν περιορίσθηκε ασµένως στο να δεχθεί την προφανώς θετική πρόταση του καγκελαρίου της Γερµανίας, Σολτς, η Ελλάδα να περιορισθεί να αναλαµβάνει «υπερεργολαβίες» από το επίσης υπό κατασκευή εργοστάσιο της Intel στη Γερµανία. Ο κ. Μητσοτάκης δεν είναι η πρώτη φορά που επιδεικνύει έναν τέτοιο γενναίο «χαρακτήρα». Το ίδιο έκανε όταν ακόµη νεοεκλεγείς πρωθυπουργός συνάντησε τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντ. Τραµπ, και τοποθετήθηκε ευθαρσώς στην «πλευρά της ∆ύσης» για την εποχή του 5G, συγκεντρώνοντας τα παρασκηνιακά πυρά της τότε καγκελαρίου, Μέρκελ, για το «ελληνικό θράσος» του αυτοκαθορισµού των διεθνών συµµαχιών της. Το ίδιο συνέβη και στην περίπτωση της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, όπου τοποθετήθηκε εκ µέρους των Ελλήνων στη σωστή «όχθη της Ιστορίας» στους «Μηδικούς» πολέµους της νέας εποχής.

Ο Ελλην πρωθυπουργός είναι ο απολύτως κατάλληλος να χειρισθεί την «κοινή µοίρα» στο πέρασµα από τη στενή «γέφυρα» της επόµενης τετραετίας µέχρι το 2027, ώστε η Ελλάδα να µπορεί να κινηθεί µε τους «νικητές» και όχι µε τους «προσκυνηµένους» της Ευρώπης, όπως κατέληξε την προηγούµενη δεκαετία της µνηµονιακής επιβολής. Εφόσον, µάλιστα, οι εκλογές που έρχονται επιβεβαιώσουν την προοπτική της σταθερότητας και της ασφάλειας σε Ελληνες και ξένους, τότε η επενδυτική βαθµίδα είναι διαδικαστικό ζήτηµα. Οι ξένες επενδύσεις θα πολλαπλασιασθούν και οι Ελληνες θα µπορέσουν να ενθαρρυνθούν τελικά να αναδιατάξουν τις ζωές και τις περιουσίες τους ενόψει της επερχόµενης εποχής για την ανθρωπότητα.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 28 Ιανουαρίου 2023