Η υπόθεση της Κύπρου δεν είναι µια «ιστορία χαµένων ευκαιριών», αλλά ο απότοκος µιας απολύτως λανθασµένης στρατηγικής από γεωπολιτική σκοπιά. Η όλη ιστορία, από την ανάκτηση της ανεξαρτησίας της, µετά το τέλος της βρετανικής αποικιοκρατίας, ίσως και στην τελευταία φάση αυτής, µέχρι και την καθοριστική εξέλιξη της τουρκικής εισβολής, «Αττίλας» 1 και 2, το 1974 δεν είναι µια σειρά από λάθος εκτιµήσεις και µόνον. Αλλά ένας «αλγόριθµος» προσωπικής µαταιοδοξίας ηγετικών προσωπικοτήτων στην Κύπρο, πολιτικών συσχετισµών µε την Ελλάδα αλλά και εκλογικών σχεδιασµών εντός Ελλάδας, «αναλφάβητης» διαπραγµάτευσης µε τις ΗΠΑ και το Ηνωµένο Βασίλειο, υπεκφυγών µέσω της διεθνοποίησης του θέµατος µε εµπλοκή του ΟΗΕ, λανθασµένων τακτικών χειρισµών απέναντι στη «στοχοπροσήλωση» της Τουρκίας και δραµατικής αστοχίας ως προς τη γεωστρατηγική ένταξη της Κύπρου στο Κίνηµα των Αδεσµεύτων (τρίτος κόσµος) αντί του ΝΑΤΟ, µε παράκαµψη της ένωσης µε την Ελλάδα. Μοιραίο πρόσωπο στην όλη εµπλοκή ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, που χαρακτηρίζεται ως «εθνάρχης» από µερίδα των Κυπρίων, που παρακολουθώντας την προσωπική του φιλοδοξία και αυταρέσκεια εγκλώβισε τη νέα αυτή χώρα από τη δεκαετία του 1950 και περισσότερο του 1960 σε έναν δρόµο «ουδετερότητας» απέναντι στις δύο υπερδυνάµεις του Ψυχρού Πολέµου και «αυτοδιάθεσης» απέναντι και στις τρεις «εγγυήτριες δυνάµεις», την Αγγλία, την Ελλάδα και την Τουρκία.

Οι «προεστοί» στην Κύπρο ακολούθησαν απολύτως αντίθετη πορεία από τους «προεστούς» της Κρήτης, µε απολύτως ορατό, ιστορικά πλέον, αποτέλεσµα σε σχέση τόσο µε την «κατάσταση της χώρας» όσο και µε την οργανική σχέση µε την Ελλάδα. Οι κρίσιµοι σταθµοί σε αυτήν την πορεία είναι η άρνηση του σχεδίου αποδέσµευσης του Βρετανικού Στέµµατος στο τέλος της δεκαετίας του 1950, τα όσα εξελίχθηκαν τον ∆εκέµβριο του 1963 µε τις συµφωνίες ανεξαρτητοποίησης Ζυρίχης και Λονδίνου και τα όσα ακολούθησαν το καλοκαίρι του 1964 µε τα σχέδια του Αµερικανού υπουργού Εξωτερικών Ντιν Ατσενσον στο τραπέζι των διαπραγµατεύσεων για τον διακανονισµό των εδαφών και των σχέσεων Ελλήνων και Τούρκων στο νησί. Κοµβική εξέλιξη οι στρατιωτικές επιχειρήσεις των Τούρκων στο νησί µία δεκαετία αργότερα, που συνοδεύθηκαν µε de facto διχοτόµηση, εποικισµό της Βόρειας Κύπρου και κατοχή µέχρι και σήµερα.

Στις επόµενες δεκαετίες οι πιο κρίσιµοι σταθµοί που καθορίζουν µέχρι και σήµερα την πορεία της Κύπρου και αλλάζουν τα δεδοµένα είναι αρχικά η αίτηση προσχώρησης στην ΕΟΚ το 1990, η υπογραφή της συνθήκης προσχώρησης στην Ε.Ε. τον Ιούλιο του 2004 και η προσχώρηση στη ζώνη του ευρώ το 2008, παρά το γεγονός ότι η παρασκηνιακή συµφωνία των κυβερνήσεων Σηµίτη µε τον διεθνή παράγοντα για την εφαρµογή των σχεδίων Ανάν για τον διακανονισµό των δύο κοινοτήτων, παράλληλα µε την ευρωπαϊκή ένταξη, είχε καταρρεύσει από τον Απρίλιο του 2004, µετά την καταψήφισή του στο προβλεπόµενο διπλό δηµοψήφισµα από τους Ελληνοκυπρίους, σε αντίθεση µε τους Τουρκοκυπρίους, που το υπερψήφισαν.

Σηµαντική ήταν η αλλαγή δεδοµένων από τη Λευκωσία, που καθορίζουν το γεωπολιτικό «status quo» της Κύπρου, την τελευταία δεκαετία, σε αρµονική ευθυγράµµιση και παράλληλη πορεία µε την Αθήνα. Η ένταξή της στο «κουαρτέτο» της Μεσογείου µε το Ισραήλ, την Αίγυπτο και την Ελλάδα, µε έµµεση εµπλοκή των ΗΠΑ, η οριοθέτηση σε «οικόπεδα» και η έρευνα και εκµετάλλευση των κοιτασµάτων φυσικού αερίου στα χωρικά της ύδατα και τις ΑΟΖ της από διεθνή κονσόρτσιουµ, σε συνδυασµό µε την «ειδική σχέση» µε το Ισραήλ, η συνεκτική της στάση όλο και περισσότερο µε τη ∆ύση, η εµπλοκή της στα «κλαµπ» της Νοτίου Ευρώπης και της Βορείου Αφρικής, σε συντονισµό µε την Ελλάδα και τη Γαλλία, σταθεροποίησαν τη θέση της και διασφάλισαν την αποτροπή της απέναντι στην επιθετική Τουρκία. Παρά την αποτυχηµένη τελευταία κατά σειρά απόπειρα για επίλυση του Κυπριακού, µε τη µεσολάβηση του ΟΗΕ, το 2017, στο Κραν Μοντανά, τα δεδοµένα για την Κύπρο αλλάζουν οριστικά όταν υιοθετεί πλήρως, ως µέλος της Ε.Ε., τις κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας, µετά την εισβολή στην Ουκρανία. Για πρώτη φορά στην ιστορία της η Κύπρος βρίσκεται σε πλήρη ευθυγράµµιση µε τη ∆ύση, αποστασιοποιηµένη από τη Ρωσία, µε τη Μόσχα να πιέζει πλέον την Τουρκία να προχωρήσει σε επίσηµη διχοτόµηση του νησιού, µε την πρόσκτηση της Βόρειας Κύπρου πλήρως ή ως προτεκτοράτου. Στο µοντέλο Βόρειας και Νότιας Κορέας.

Σε άµεσους χρόνους, οι ΗΠΑ προχώρησαν στην άρση του εµπάργκο όπλων που είχαν επιβάλει στην Κυπριακή ∆ηµοκρατία από το 1987, ανοίγοντας τον δρόµο όχι µόνο για τον εξοπλισµό της Λευκωσίας, που θα οδηγούσε ενδεχοµένως σε µια «κούρσα εξοπλισµών» µε το βόρειο κοµµάτι, όπως προαναγγέλλει η Αγκυρα, αλλά και σε µια αίτηση ένταξης στο ΝΑΤΟ για το σύνολο της Κύπρου, στον δρόµο των ιστορικά «ουδέτερων» Φινλανδίας και Σουηδίας. Σηµειωτέον ότι και οι τρεις πρώην «εγγυήτριες δυνάµεις» για την Κύπρο, Αγγλία, Ελλάδα και Τουρκία, είναι µέλη του ΝΑΤΟ. Και οι εκτεταµένες αγγλικές στρατιωτικές βάσεις στο νησί, που έχουν καθεστώς ανεξάρτητης χώρας, θα µπορούσαν να ενταχθούν στο νησί αποκτώντας διοίκηση ΝΑΤΟ, προφανώς µε εµπλοκή των Αµερικανών, δηµιουργώντας συνθήκες αποχώρησης των «έκτακτων» τουρκικών στρατευµάτων κατοχής από το νησί. Η Κυπριακή ∆ηµοκρατία, πλήρες µέλος της Ε.Ε. και της Κοινοπολιτείας του Βρετανικού Στέµµατος υπό τον βασιλιά Κάρολο, πλέον, και µε ταυτόχρονη ένταξη στο ΝΑΤΟ, έχει όλα τα εχέγγυα να προχωρήσει σε ένα «οριστικό» Σύνταγµα Ανεξαρτησίας, που θα προβλέπει µια πολιτειακή τάξη «µικτών» κοµµάτων Ελληνοκυπρίων - Τουρκοκυπρίων, µε επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας τον πρωθυπουργό, απολύτως ενισχυµένης αναλογικής, µε επισήµως αναγνωρισµένη ως εθνική µειονότητα την τουρκική (µετά και την «υπέρβαση» του εποικισµού που επέβαλε στρατιωτικά η Τουρκία από το 1974).

Τα υπόλοιπα είναι υποθέσεις Αστικού ∆ικαίου και αποζηµιώσεων. Το προβλεπτό «βέτο» της Τουρκίας στο αίτηµα ένταξης της Κύπρου (ως ενιαίας χώρας) στο ΝΑΤΟ είναι λογικό να έχει την τύχη των υπόλοιπων αντιρρήσεών της ως προς την ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο Βορειοατλαντικό Σύµφωνο.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 15 Οκτωβρίου 2022