Η υπόθεση της Ουκρανίας, σύµφωνα µε τις βασικές παραδοχές των κεντρικών επιτελείων στα υπουργεία Οικονοµικών και Ενέργειας, θα αποτελέσει ένα βραχυπρόθεσµο ζήτηµα που θα λυθεί µέχρι το καλοκαίρι. Oπως, όµως, αναφέρουν πληροφορίες από την Ουάσινγκτον, αλλά και από ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, το ζήτηµα µπορεί να περιπλακεί περισσότερο, αφού το διεθνές «power game», που συσχετίζεται από τη µια µε την επέκταση προς Βορρά του ΝΑΤΟ και από την άλλη µε τη διασφάλιση «ζωτικού χώρου» ασφαλείας, µε συγκεκριµένη «ουδέτερη ζώνη», που επιζητά η Μόσχα, δεν είναι καθόλου απλό. Ιδιαίτερα γιατί συµπαρασύρει τη διαµόρφωση ζωνών επιρροής στον Αρκτικό Κύκλο - Βόρεια Θάλασσα, τη Βαλτική, µέχρι και τη Μαύρη Θάλασσα (Εύξεινο Πόντο), µε την αναθεώρηση ή και την υπέρβαση του Πρωτοκόλλου του Μοντρέ, για τη διέλευση µέσω ∆αρδανελίων.

Πέραν αυτών, εξελίσσεται σε επίπεδο παρασκηνίου ένα πολύ σηµαντικό ζήτηµα που σχετίζεται µε τον «Ατλαντισµό», µε τη Γερµανία να αντιµετωπίζεται µε πνεύµα καχυποψίας από τις ΗΠΑ, αφού δείχνει καιρό τώρα τη διάθεση να αυτονοµηθεί από την αµερικανική εποπτεία και να δηµιουργήσει συνθήκες απόλυτης κυριαρχίας επί του ευρωπαϊκού χώρου, µε αφετηρία την ενεργειακή επάρκεια. Με δεδοµένο ότι έχει ήδη κατασκευασθεί ο αγωγός φυσικού αερίου Nord Stream 2, που ξεκινά από τη Ρωσία και, παρακάµπτοντας την Ουκρανία, διά της θαλασσίας οδού, φθάνει στη Γερµανία, το Βερολίνο φέρεται να προσβλέπει σε µια ειδική σχέση ισχύος µε τη Μόσχα, αφήνοντας τις ΗΠΑ στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, µε σύνδεσµο µόνον το ΝΑΤΟ, αφού «κουράσει» και τελικά απογοητεύσει τους Αµερικανούς µε µια κρίση διαρκείας στην Ουκρανία. Η Γερµανία, δηλαδή, σύµφωνα µε αυτό το σκεπτικό, µετά και το Brexit, επιδιώκει έναν συσχετισµό όπου οι ΗΠΑ θα είναι «έξω» από την Ευρώπη, η Ρωσία «µέσα» και η Γαλλία «κάτω» από την επιρροή της, σε µια αναδιάταξη του µεταπολεµικού δόγµατος Τσόρτσιλ.

Στους συσχετισµούς αυτούς, που έχουν ως «υπόστρωµα» την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης, η Γερµανία επιχειρεί στη µεγάλη παγκόσµια «µπίζνα» της «πράσινης ενέργειας», όπου πρωταγωνιστεί η Ευρώπη, να εντάξει το φυσικό αέριο και η Γαλλία την πυρηνική ενέργεια. Ηδη οι αποφάσεις και οι όροι του παιχνιδιού καθορίζονται, αλλά το ζήτηµα αυτό, η νέα εισαγόµενη µεγάλη κρίση, αποκτά δραµατικές διαστάσεις σε πλήρως «ανοχύρωτες» ενεργειακά χώρες, όπως η Ελλάδα. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, κινούµενη σε «συστηµική» ευρωπαϊκή λογική, εµπιστεύτηκε τις στρατηγικές και τα δεδοµένα που έθεσε η ευρωπαϊκή γραφειοκρατία και τα κονσόρτσιουµ της Ενωσης για την ενεργειακή µετάβαση από την εποχή του άνθρακα στην εποχή του υδρογόνου, που υπολογίζεται για το 2032 και εντεύθεν. Σε µια προσπάθεια «προεξόφλησης» των εξελίξεων, προχώρησε στην ανακοίνωση ενός βιαστικού «κλεισίµατος» των λιγνιτικών µονάδων (πλην µίας) στην Πτολεµαΐδα και τη Μεγαλόπολη. Η άνοδος, όµως, των τιµών στο πετρέλαιο, και ειδικά το φυσικό αέριο, που επηρεάσθηκε από την κρίση στην Ουκρανία, θα συµπληρωθεί από την αναµενόµενη θεαµατική αύξηση των τιµών των ρύπων στο οµόλογο χρηµατιστήριο, τους επόµενους µήνες.

Οι λογαριασµοί της ∆ΕΗ που φθάνουν σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά ήδη κρίνονται αντικειµενικά απαγορευτικοί για να εξυπηρετηθούν, ενώ εκτιµάται ότι θα εκτοξευθούν περαιτέρω όταν προστεθούν οι αυτοτελείς χρεώσεις ρύπων στα τιµολόγια. Η κατάσταση αυτή είναι βέβαιο ότι θα επηρεάσει τη διαδικασία οικονοµικής ανάκαµψης, την επιχειρηµατικότητα και τα εισοδήµατα στα νοικοκυριά, µαζί µε τον πληθωρισµό, παρά τις αυξήσεις στον βασικό µισθό, που επιταχύνονται από την κυβέρνηση. Μεσοπρόθεσµα στο ενεργειακό επίπεδο η Ελλάδα µπορεί να προωθήσει την αύξηση των αποθηκευτικών χώρων για τις ΑΠΕ, τα ενεργειακά κτίρια, τη χρήση πυρηνικής ενέργειας και άλλες λύσεις. Στην παρούσα, όµως, φάση, δείχνει εγκλωβισµένη στο 90% αποτύπωµα άνθρακα που έχει στη συνολική κατανάλωση και σε ένα λανθασµένο και αδρανές έναντι των εξελίξεων Εθνικό Σχέδιο για την Eνέργεια και το Κλίµα (ΕΣΕΚ), που παρέλαβε από τον ΣΥΡΙΖΑ και κατέθεσε το 2019, χωρίς αναθεώρηση από τότε.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 5 Φεβρουαρίου 2022