Υπάρχουν δύο θεωρήσεις για την προοπτική της Τουρκίας. Η μία επιμένει στο ότι «είναι πολύ μεγάλη για να παρακαμφθεί». Η δεύτερη ισχυρίζεται ότι «είναι πολύ μεγάλη για να μείνει ενιαία». Οι φιλοδοξίες που έχουν εκδηλωθεί και εμπεδωθεί από την ίδια την Τουρκία είναι ότι αποτελεί μια «ενδιάμεση Μεγάλη Δύναμη», αυτοκρατορικού τύπου, που μπορεί να καθορίσει τις τύχες, την προοπτική και τις ισορροπίες σε μια πολύ σημαντική γεωπολιτικά περιοχή του κόσμου, ανάμεσα -και επιβλητικά- στους σχεδιασμούς και τις στρατηγικές των Μεγάλων Δυνάμεων σε Ανατολή και Δύση.

Οι περιοχές αυτές ξεκινούν από τη Βαλκανική, αφορούν την Ανατολική Μεσόγειο και καθορίζουν τους συσχετισμούς σε Αφρική, Μέση Ανατολή, Ασία μέχρι τη ζώνη Πακιστάν - Αφγανιστάν, την Κίνα και τον Καύκασο, «πολιορκώντας» τη Μόσχα στον «ζωτικό χώρο» της. Πολύ περισσότερο η Τουρκία νιώθει και εκφράζεται κυριαρχικά, όχι μόνον σε σχέση με την Ελλάδα και την Κύπρο, τα δύο κράτη των Ελλήνων, αλλά και με το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τις χώρες των Αράβων, τόσο στην Εγγύς Ανατολή μέχρι και τον Κόλπο όσο και στην Αφρική, τις μουσουλμανικές Δημοκρατίες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και τους μουσουλμάνους των Βαλκανίων.

Οι Τούρκοι στην «πήλινη» αυτοκρατορία τους επιζητούν να συγκεντρώσουν το σύνολο των πολιτισμών, ασκώντας κυριαρχική επιρροή στη Μέκκα και τη Μεδίνα (Σαουδική Αραβία), την Ιερουσαλήμ (Ισραήλ), τις Πυραμίδες (Αίγυπτος) και την Ακρόπολη (Ελλάδα). Η θεώρηση πραγμάτων τους στηρίχθηκε στη διάρθρωση του επονομαζόμενου «πολιτικού Ισλάμ», πείθοντας τις δομές στην μετα-ψυχροπολεμική Αμερική αρχικά, στηριζόμενοι στα γερμανικά «υποσυστήματα» άσκησης επιρροής σε αυτήν (German Marshal Fund κ.λπ.), ότι το παγκόσμιο αυτό Ισλάμ μπορεί, μαζί με τη χριστιανική και εβραϊκή Δύση, να δημιουργήσει το «τέλος της Ιστορίας», όπως το περιέγραφε ο Φουκουγιάμα τη δεκαετία 1990-2000, σε βάρος της Ρωσίας και της Κίνας. Τη νέα «παγκόσμια τάξη», στη βάση ενός νέου ΟΗΕ, που θα εξέφραζε χειραγωγούμενες τις πληθυσμιακά υπερ-δομές της Ασίας και της Αφρικής, που θα ενσωματώνονταν στην παγκόσμια αγορά των καταναλωτών, χωρίς τη χρήση του δικαίου της σαρία.

Στην Τουρκία αυτές τις δοξασίες υποστήριξαν θεωρητικά και θεολογικά το κίνημα Γκιουλέν, από το οποίο προέρχεται πολιτικά ο Τ. Ερντογάν και το νέο AKP, και στη συνέχεια γεωστρατηγικά ο διανοητής Α. Νταβούτογλου, με τη θεωρία του «στρατηγικού βάθους», που δεν έχει σχέση με την πρακτική των εντάσεων που ακολουθεί ο Ερντογάν, αφού, αντί για κρίσεις, προέκρινε τον νεο-οθωμανικό κατευνασμό των τοπικών -φυλετικών, εθνοτικών, θρησκευτικών- εντάσεων. Είναι η περίοδος που οι κυβερνώντες και οι επίδοξοι κυβερνώντες στην Ελλάδα συμφωνούσαν πίσω από «κλειστές πόρτες» για μια Ελλάδα «ομόσπονδη» 5 περιφερειών εντός της ευρωζώνης, γεωπολιτικά υποτελή στην Τουρκία και οικονομική αποικία της Γερμανίας (ευρωζώνη χωρίς προϋποθέσεις), αφού ταυτόχρονα την οδηγούσαν αγόγγυστα στη χρεοκοπία. Κάτι που ξεχνούν να αναφέρουν στα ηρωικά «πονήματα» των αναμνήσεών τους και τα άρθρα τους, αλλά δεν ξεχνούν οι τότε συνομιλητές τους, που επενδύουν πλέον σε μια ισχυρή, συμμαχική «νέα Ελλάδα».

Η ιστορία της Τουρκίας εξελίχθηκε εντελώς διαφορετικά από τον αρχικό σχεδιασμό. Τη δεκαετία πλέον 2010-2020 ο Ερντογάν αναδιάταξε την Τουρκία σε σουλτανάτο, αναλαμβάνοντας ο ίδιος τον ρόλο του ανώτατου άρχοντα, συγκρουόμενος ολιστικά με το σύστημα Γκιουλέν, αλλά και με τις ιστορικές δομές του «βαθέος κράτους» του δυτικότροπου Κεμάλ. Ταυτόχρονα, Ελλάδα, Κύπρος με Ισραήλ και Αίγυπτο συνέκλιναν σε μια «μεσογειακή συμμαχία», που μαζί με τις ύστερες «συμφωνίες του Αβραάμ» του Μ. Πομπέο αλλάζουν τον ρου της Ιστορίας στην ευρύτερη περιοχή, καταδικάζοντας την Τουρκία όχι σε διάλυση, αλλά σε υπό όρους συμμετοχή, χωρίς δεσπόζοντα ρόλο. Την προηγούμενη εβδομάδα η καταρρέουσα νομισματικά και όχι δημοσιονομικά Τουρκία, σε νέους «τακτικισμούς», ήρθε σε επενδυτική συμφωνία με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, με τον Ερντογάν να φέρεται ότι θα εγκαταλείψει τους Αδελφούς Μουσουλμάνους. Η Τουρκία με τον τρόπο αυτό καθίσταται προς κάθε κατεύθυνση μια απολύτως αναξιόπιστη δύναμη. Για τις ΗΠΑ, τη Ρωσία, την Ευρώπη (πλην Γερμανών και στενών συμμάχων τους), τους Άραβες, το Ισραήλ φυσικά, το Ιράν, Ελ Ντοράντο για την Κίνα, χωρίς να περιορίζει τη σύγκρουση με τους Ελληνες τους Κούρδους και τους Αρμένιους.

Μια ματαιόδοξη γεωπολιτικά και αναλώσιμη επενδυτικά δύναμη, η τύχη της οποίας θα έχει διευθετηθεί οριστικά, με λιγότερο ή περισσότερο θόρυβο, μέσα στα επόμενα 10 χρόνια. Στη διαδρομή, όμως, προβλέπονται έντονες αναταράξεις...