Οι δημοτικές εκλογές της 31ης Μαρτίου στην Τουρκία καθιστούν επίκαιρα δύο ερωτήµατα: 1. Αν θα µπορέσει ο Τούρκος πρόεδρος να κερδίσει µέσω του δικού του υποψηφίου την Κωνσταντινούπολη. 2. Αν πράγµατι φτάνουµε στο τέλος της περιόδου Ερντογάν, όπως ο ίδιος άφησε να εννοηθεί.

Η απάντηση στο πρώτο ερώτηµα θα δοθεί αύριο το βράδυ. Ο Ερντογάν έχει κάνει µεγάλη προσπάθεια να οδηγήσει στην ήττα τον σηµερινό δήµαρχο, Εκρέµ Ιµάµογλου. Είναι θέµα γοήτρου για τον Τούρκο πρόεδρο, διότι από τη δηµαρχία της Κωνσταντινούπολης ξεκίνησε την πολιτική του σταδιοδροµία. Προσπαθεί µε τρόπους φανερούς, π.χ. δηλώσεις για την Αγία Σοφία, αλλά και αφανείς.

Η απάντηση στο ευρύτερο ερώτηµα χρειάζεται προσοχή και υποµονή. Ολα αλλάζουν και στις διαθέσεις του Ερντογάν, αλλά και στη νοµοθεσία περί εκλογής προέδρου. Για την Ελλάδα, το πρόβληµα δεν είναι το πρόσωπο του εκάστοτε προέδρου (ή πρωθυπουργού). Στην Τουρκία τα πρόσωπα ναι, µεν, βάζουν τη σφραγίδα τους, αλλά τελικά ακολουθούν µια µακροχρόνια εθνική γραµµή.

Το κράτος στη γείτονα χώρα είναι θεσµός σχεδόν θεοποιηµένος. Τα πρόσωπα υπηρετούν την κρατική ιδεολογία. ∆εν αλλάζει αυτή η ιδε[1]ολογία κάθε λίγα χρόνια. Υπάρχουν σταθερές γραµµές κρατικής πολιτικής, που αφορούν την Ελλάδα, την Κύπρο, το Ισλάµ, τους Κούρδους, την εθνική άµυνα και άλλους τοµείς. Στην Ελλάδα δυσκολευόµαστε να κατανοήσουµε αυτή τη σταθερότητα της κρατικής ιδεολογίας. Για να γίνω κατανοητός, θα δώσω ένα παράδειγµα.

Όταν ο Ερντογάν ήταν πρωθυπουργός, ήταν πιο διαλλακτικός απέναντι στην Ελλάδα. Όταν έγινε πρόεδρος, άλλαξε γραµµή. Τούτο συµβαίνει διότι ως πρωθυπουργός ακολουθούσε τη γραµµή του κόµµατος. Όμως ως πρόεδρος οφείλει να ακολουθεί την προδιαγεγραµµένη κρατική πολιτική. Η τουρκική εξωτερική και αµυντική πολιτική θα παραµείνει επιθετική έναντι της Ελλάδος και της Κύπρου. Είναι λάθος να πιστεύουµε ότι µετά τον Ερντογάν τα πράγµατα θα βελτιωθούν. Είτε κυβερνήσουν διάδοχοι από το κόµµα του (π.χ. ο Νουµάν Κουρτουλµούς) είτε αναλάβουν την εξουσία οι κεµαλιστές, η επίσηµη εξωτερική πολιτική δεν θα αλλάξει.

Κατά καιρούς, ορισµένοι αναλυτές στην Ελλάδα κάνουν το λάθος να προσδοκούν σηµαντική αλλαγή πολιτικής κάθε φορά που αλλάζουν τα πρόσωπα στην Τουρκία. Θυµάµαι τη θετική υποδοχή της Τανσού Τσιλέρ από µερίδα συµπατριωτών µας. Τότε έλεγαν ότι µας συµφέρουν οι κεµαλιστές, για να µην έλθουν οι ισλαµιστές. Τελικά, η κυρία Τσιλέρ προκάλεσε την κρίση των Ιµίων.

Η συµπλήρωση 50 χρόνων από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο είναι ένα διδακτικό µάθηµα. Η κυβέρνηση της εισβολής ήταν µια συνεργασία της Κεντροαριστεράς του πρωθυπουργού Μπουλέντ Ετσεβίτ και του Ισλαµικού Κόµµατος Ευηµερίας του Νετσµετίν Ερµπακάν. Από τότε µέχρι σήµερα κυβέρνησαν όλοι οι συνδυασµοί κοµµάτων και ιδεολογιών, αλλά ο κατοχικός στρατός παραµένει εκεί. Ουδείς διανοήθηκε να αλλάξει την τουρκική πολιτική στο Κυπριακό. Συντηρητικοί, σοσιαλδηµοκράτες, κεµαλικοί, ισλαµιστές, «Γκρίζοι Λύκοι» και δήθεν «προοδευτικοί» διαφωνούν σε πολλά, αλλά οµονοούν στα εθνικά θέµατά τους. Για την Ελλάδα και την Κύπρο προτεραιότητα πρέπει να είναι η αµυντική και διπλωµατική µας θωράκιση και η αξιοποίηση της ευρωπαϊκής ένταξής µας. Οι τριγωνικές συνεργασίες µε Αίγυπτο, Ισραήλ και άλλες χώρες µάς ενισχύουν. Θράκη, Αιγαίο, Κύπρος είναι το ενιαίο µέτωπο του Ελληνισµού. Οι τριγωνικές συνεργασίες µε Αίγυπτο, Ισραήλ και άλλες χώρες µάς ενισχύουν. Θράκη, Αιγαίο, Κύπρος είναι το ενιαίο µέτωπο του Ελληνισµού.

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά»