Η απώλεια του δήμου της Κωνσταντινούπολης δεν είναι για τον τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν μια απλή εκλογική ήττα.

Η ήττα αυτή ερμηνεύεται από το σύνολο σχεδόν των πολιτικών αναλυτών ως η αρχή του τέλους, η υποχώρηση της εξουσίας του Ερντογάν. Το αντιλαμβάνεται και ο ίδιος. Η Κωνσταντινούπολη ήταν η πόλη όπου ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα ο ομολογουμένως χαρισματικός πολιτικός και έχει μία βαρύνουσα σημειολογία για τον ίδιο η απώλειά της. Εξάλλου, πρόκειται για μια πόλη άνω των 16 εκατομμυρίων κατοίκων, με πληθυσμό μεγαλύτερη από 140 χώρες της υφηλίου. Όποιος κρατάει τα κλειδιά της Πόλης, κρατάει ολόκληρη την Τουρκία.

Ο Ερντογάν επιβίωσε μέχρι σήμερα από δύο απόπειρες ανατροπής του.

Η μία είναι λιγότερο γνωστή στο τέλος του 2013, όταν βρέθηκε αντιμέτωπος εξαπίνης με αποκαλύψεις για διαφθορά που άγγιζαν την οικογένειά του, συνοδευόμενες από μία ευρείας κλίμακας αστυνομική και δικαστική επιχείρηση, εμπνευστές της οποίας δεν βρισκόταν στις παλιές κεμαλικές δομές, τους προφανείς δηλαδή πολιτικούς του εχθρούς, αλλά στο εσωτερικό της παράταξης του και τους συμμάχους τους Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης.

Η δεύτερη προσπάθεια ανατροπής του έγινε το Ιούλιο του 2016, με τη γνωστή απόπειρα πραξικοπήματος.

Μπορεί ο Ερντογάν να εκπέμπει την εικόνα του ισχυρού ηγέτη, που έχει το χάρισμα της επικοινωνίας με τα πλήθη και ξέρει πώς να επιβιώνει, στην πραγματικότητα όμως δεν έχει από πίσω του μηχανισμούς που θα τον στηρίξουν. Ούτε εντός της χώρας, ούτε εκτός.

Στο εξωτερικό η συμμαχία του με τη Ρωσία είναι εύθραυστη, καθώς οι δύο χώρες έχουν διαφορετικό στρατηγικό προσανατολισμό σε σειρά θεμάτων, το Κατάρ δεν αποτελεί ισχυρό στρατηγικό πόλο, ενώ οι οι σχέσεις του με τη Δύση έχουν διαρραγεί.

Στο εσωτερικό από την άλλη δεν διαθέτει έναν ισχυρό μηχανισμό να τον στηρίξει: Το μεν τουρκικό κράτος διαθέτει αξιόπιστους μηχανισμούς. Οι δομές όμως που είχε προσπαθήσει να εγκαθιδρύσει ο Ερντογάν εντός αυτού για να το ελέγχει (ξήλωμα δηλαδή του παλιού κεμαλικού κράτους στη Δικαιοσύνη, την Αστυνομία, τον Στρατό, την Παιδεία κ.ο.κ.) αποδείχτηκαν ότι τελικά δεν ήταν ελεγχόμενες από τον ίδιο. Από τον δε κομματικό μηχανισμό του ΑΚΡ έμεινε πίσω απλώς ένα σχεδόν άδειο κέλυφος, με συνεργάτες που αριθμητικά δεν επαρκούν και ποιοτικά δεν διαθέτουν τα επαρκή εκείνα προσόντα για να χαράξουν στρατηγική.

Η ιστορία του Φάουστ είναι γνωστή: Ένα βράδυ επικαλείται τον Διάβολο, ο οποίος εμφανίζεται ενώπιόν του ως Μεφιστοφελής για να συνάψει μαζί του μια συμφωνία. Θα υπηρετεί πιστά τον Φάουστ ώστε να κατακτήσει την απόλυτη γνώση, με τίμημα να του πάρει ο Διάβολος την ψυχή. Ο ρους τον γεγονότων από το 2013 και μετά δείχνουν ότι ο Ερντογάν κινείται αγωνιωδώς σε ένα πολιτικό περιβάλλον που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί άκρως «φαουστικό». Δεν θα μπορούσε αλλιώς να επιβιώσει της απόπειρας πραξικοπήματος το καλοκαίρι του 2016, αν δεν συμμαχούσε με την «άλλη» πλευρά: Τους Γκρίζους Λύκους, δυνάμεις του άλλοτε κεμαλικού «βαθέως κράτους», τους συνωμότες αξιωματικούς των σχεδίων «Εργκενεκόν» και «Βαριοπούλας» κλπ... Από το σημείο αυτό και μετά ουσιαστικά ο Ερντογάν ήταν πολιτικά μόνος του.

Υπό τις σχεδόν εμφυλιοπολεμικές συνθήκες ακραίας πόλωσης που βρίσκεται η Τουρκία ο Ερντογάν δεν έχει την «πολυτέλεια» να αποσυρθεί με μία απλή μεταβίβαση της εξουσίας. Πολλοί είναι εκείνοι που προεξοφλούν ένα βίαιο τέλος της περιόδου Ερντογάν. Εξάλλου, δεν πρόκειται για μία υπόθεση που αφορά μόνο τον ίδιο και την οικογένεια του, αλλά και ένα σημαντικό τμήμα του πολιτικού προσωπικού. Όλα αυτά τα γνωρίζει και ο ίδιος. Ακόμη όμως κι αν είχε υποθετικά έστω την ελάχιστη δυνατότητα να δρομολογήσει τη διαδοχή του, ο χαρακτήρας του θα τον «πρόδιδε», δεν θα το έκανε.

Όλες αυτές οι εξελίξεις οδηγούν τον Ερντογάν -και κατ’ επέκταση την Τουρκία- σε μία αλληλουχία απρόβλεπτων πολιτικών εξελίξεων, με ό,τι κινδύνους μπορεί να περικλείει μία τέτοια πολιτική ρευστότητα που αφορά έναν ισχυρό δρώντα της περιοχής μας και με την Ελλάδα να βρίσκεται σε φάση πολιτικής μετάβασης, μέχρι να γίνουν οι εκλογές και να είναι σε θέση η νέα κυβέρνηση να λαμβάνει ορθές αποφάσεις και με αυτοπεποίθηση στο πλέγμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Η περίοδος στην οποία εισερχόμαστε δεν θα είναι δύσκολη μόνο για τον Ερντογάν, αλλά και για την Ελλάδα...