Η στρατιωτική επιχείρηση που ξεκίνησε η Τουρκία στις 9 Οκτωβρίου έφερε πολιτικά αποτελέσματα μέσα σε μόλις 14 ημέρες, με τη συμφωνία αρχικά μεταξύ του αμερικανού αντιπροέδρου Μάικ Πενς και του τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και με μία ανάλογη ρωσο-τουρκική συμφωνία πέντε ημέρες αργότερα με τον Πούτιν.

Οι συμφωνίες αυτές διαγράφουν ουσιαστικά το μεταπολεμικό status quo της Συρίας, εκτός κι αν υπάρξει στα πολεμικά μέτωπα κάποια απρόβλεπτη ανατροπή, κάτι που δεν διαφαίνεται με τα έως τώρα δεδομένα. Μπορεί οι συμφωνηθείσες διευθετήσεις να μην είναι τελικές, θέτουν όμως το ευρύτερο πλαίσιο για περιφερειακές ανακατατάξεις, με καθορισμό ζωνών επιρροής, μία τρόπον τινά «Συμφωνία Γιάλτας» για το μέλλον της Εγγύς Ανατολής.

Οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι ο Άσαντ και η Ρωσία που τον υποστηρίζει είναι οι νικητές αυτής της συμφωνίας. Επέκτειναν το πεδίο ισχύος τους στη Συρία χωρίς να αναλαμβάνουν κανέναν κίνδυνο ή να καταβάλουν οποιοδήποτε κόστος. Επιπλέον, η Ρωσία και κατ’ επέκταση το καθεστώς της Δαμασκού ενίσχυσαν περαιτέρω την υπάρχουσα σχέση τους με τους Κούρδους. Ο Ντόναλντ Τραμπ από την πλευρά του, όσες αντιδράσεις κι αν προκάλεσε με την άγαρπμη -ή τουλάχιστον μη διπλωματική- συμπεριφορά του και παρά τον διχασμό που προκάλεσε στους κόλπους της κυβέρνησής του, κινήθηκε πιστά προς τον στρατηγικό του στόχο για περιορισμό της αμερικανικής παρουσίας στο εξωτερικό και την πολιτική του αμερικανικού «απομονωτισμού». Παρέδωσε τη Συρία στους Ρώσους, διατήρησε όμως ζώνες επιρροής στην ευρύτερη περιοχή, τόσο μέσω στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ στο Ιράκ όσο και με στενές σχέσεις με το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τη Σαουδική Αραβία και την Ιορδανία.

Τι αποκόμισε ο Ερντογάν αυτές τις 14 ημέρες;

Πρώτον και σημαντικότερο για την Τουρκία: Ακυρώνεται ή τουλάχιστον αναβάλλεται για πολλά χρόνια το ενδεχόμενο δημιουργίας ενός κουρδικού κράτους ή μιας αυτόνομης κουρδικής πολιτικής οντότητας, ανάλογης με εκείνη που υπάρχει στο Βόρειο Ιράκ, που συνδυαστικά ή από μόνη της θα απειλαούσε με απόσχιση εδαφών από την ίδια την Τουρκία. Ο βαθμός αυτονομίας των Κούρδων της Συρίας και άρα το μέγεθος της απειλής που θα συνιστούν για την Τουρκία θα καθοριστεί εν πολλοίς από τις συνταγματικές διευθετήσεις που θα γίνουν στη Συρία, ωστόσο και σε αυτό το θέμα ο Ερντογάν κατάφερε να αποσπάσει από τον Πούτιν δέσμευση ότι η Τουρκία θα έχει λόγο.

Στις απώλειες του Ερντογάν καταγράφεται το γεγονός ότι δεν του επέτρεψαν να δημιουργήσει μία συμπαγή ζώνη ασφαλείας από την (τουρκική) Αλεξανδρέττα μέχρι τα σύνορα του Ιράκ, μήκους 911 χλμ, καθώς και οι εκπτώσεις που ανγαγκάστηκε να κάνει ως προς την τουρκική στρατιωτική παρουσία επί εδάφους. Ανατολικά του Ευφράτη η τουρκική ζώνη ελέγχου περιορίζεται σε μία περιοχή μήκους 120 χλμ. και βάθους περίπου 30 χλμ. μεταξύ του Ταλ Αμπιάτ και Ρας αλ-Άιν. Διατηρείται επίσης προς το παρόν η τουρκική στρατιωτική παρουσία στις περιοχές δυτικά του Ευφράτη που κατέλαβε σε προηγούμενες επιχειρήσεις. Το Μαμπίτζ ελέγχεται ήδη από τη Δαμασκό και τους Ρώσους, ενώ διαφαίνεται ότι ο συριακός στρατός σύντομα θα εισέλθει και στον θύλακα του Ιντλίμπ, μεταξύ Χαλεπίου και τουρκικών συνόρων. Εξασφάλισε ωστόσο κοινές ρωσο-τουρκικές περιπολίες σε βάθος 10 χλμ. από τα σύνορα και επανενεργοποίηση της συμφωνίας των Αδάνων του 1998 για θερμή καταδίωξη.

Παράλληλα, η χρήση στρατιωτικών μέσων έδωσε στον Ερντογάν τη δυνατότητα να έχει λόγο στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, παρά την περιορισμένη, έως εικονική, παρουσία του τουρκικού στρατού στα πεδία των μαχών, αφού για τον σκοπό αυτό χρησιμοποίησε κατά βάση τους μισθοφόρους του «Ελεύθερου Συριακού Στρατού», που μετονομάστηκε στη συνέχεια σε «Εθνικό Στρατό της Συρίας» και αποτελείται στην πραγματικότητα από πρώην μέλη της Αλ Κάιντα και της  Αλ Νούσρα.

Ποιο ήταν το αποτέλεσμα όλων αυτών; Ο Ερντογάν σαφώς και δεν μπόρεσε να διευρύνει τα σύνορα της Τουρκίας, όπως άφηναν ο ίδιος και οι συνεργάτες του να εννοηθεί -πιθανότατα για εσωτερική πολιτική κατανάλωση και για να πείσει τουλάχιστον μία μερίδα της κοινής γνώμης του για τις συνεχείς πολεμικές περιπέτειες στις οποίες οδηγεί τη χώρα του. Φαίνεται όμως να επιτυγχάνει έναν από τους βασικότερους και πάγιους στρατηγικούς στόχους της Τουρκίας: Να απομακρύνει τον κίνδυνο ενός κουρδικού κράτους.

Θα μπορούσε ακόμη κάποιος να πιστώσει στον Ερντογάν την παρουσία του στη μοιρασιά της Συρίας μεταξύ Αμερικανών και Ρώσων, σε ένα ιδιότυπο τρίγωνο έμμεσης διαπραγμάτευσης μεταξύ Πενς και Πούτιν, που κατέληξε σε δύο συμφωνίες που αλληλοσυπμληρώνονται.

Εν κατακλείδι, παρά τη διεθνή κατακραυγή και απομόνωσή του οφείλουμε να του αναγνωρίσουμε ότι τόσο οι Ρώσοι όσο και οι Αμερικανοί τον έβαλαν τελικά για συνομιλητή τους και δεν έφυγε από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων με άδεια χέρια. Δεν πήρε όλα όσα ήθελε, αλλά πήρε αυτά που μπορούσε, τουτέστιν όσα ήταν διατεθειμένοι να του δώσουν οι Πενς και Πούτιν.

Συμπερασματικά, ο Ερντογάν δημιούργησε τετελεσμένα με προβολή στρατιωτικής ισχύος και δεν βγήκε χαμένος, παρά τη φθορά της εικόνας του στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Κι αυτό είναι κάτι που εύλογα προβληματίζει την Αθήνα με όλα τα ανοικτά μέτωπα σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο...