Η αμφισημία της Ουάσινγκτον σχετικά με τα τουρκικά σχέδια για στρατιωτική επέμβαση στη βόρεια Συρία και η εγκατάληψη των Κούρδων προκαλεί ανησυχία στην Αθήνα και επισκιάζει τα θετικά, όπως αποδόθηκαν αρχικά από τον Τύπο, μηνύματα της επίσκεψης του αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Μάικ Πομπέο στην ελληνική πρωτεύουσα.

Τα αντιφατικά μηνύματα που καταφθάνουν από τις Ηνωμένες Πολιτείες, με τον πρόεδρο Τραμπ να δίνει μάχη οπισθοφυλακών για να μην έλθει σε σύγκρουση με τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, παρά τις αντιρρήσεις στελεχών του Κογκρέσου, του Στέιτ Νιτπάρτμεντ και του Πενταγώνου αποκαλύπτουν, αν μη τι άλλο, ότι η Ουάσινγκτον δεν είναι έτοιμη να εγκαταλείψει την Τουρκία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την Ελλάδα.

Η Τουρκία είναι μία ισχυρή και σημαντική χώρα στους κόλπους της Ατλαντικής Συμμαχίας και αυτό το αναγνωρίζουν ακόμη και όσοι διαφωνούν στην αμερικανική πρωτεύουσα με την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του Ντόναλντ Τραμπ. Η εξ ολοκλήρου απώλεια της Τουρκίας, που για ορισμένους στην άλλη άκρη του Ατλαντικού - και όχι μόνο - θεωρείται ήδη συντελεσμένο γεγονός, θα σήμανε επιτάχυνση της εν εξελίξει διαδικασίας επαναχάραξης των στρατηγικών ισορροπιών στην περιοχή. Μία τέτοια εξέλιξη εμπλέκει αναπόφευκτα και όχι χωρίς συνέπειες όλες τις χώρες, που είτε ανήκουν στο δυτικό σύστημα ασφαλείας είτε επηρεάζονται από τις μεταβολές στο πολιτικό βάρος της Τουρκίας στην περιοχή, μεταξύ των οποίων είναι φυσικά και η Ελλάδα με την Κύπρο, παράλληλα με το Ισραήλ, την Αίγυπτο κ.ά.

Μέσα σε αυτό το ρευστό περιβάλλον, η αμερικανική αμφισημία έναντι της Τουρκίας, που της ανοίγει το δρόμο στη Συρία, ενδέχεται να λειτουργήσει εν τέλει εναθαρρυντικά για την Αγκυρα όχι μόνο στη Συρία, αλλά και σε σχέση με τις παραβιάσεις της κυριαρχίας σε ξηρά και θάλασσα της Κυπριακής Δημοκρατίας και έναντι της Ελλάδας στο Αιγαίο. Σε αυτό ακριβώς το σημείο επικεντρώνεται η ανησυχία σε Αθήνα και Λευκωσία.

Απέναντι σε αυτόν το κίνδυνο, τα μόνα μέτρα που έχει η Κυπριακή Δημοκρατία στα χέρια της για να αντιμετωπίσει την Τουρκία είναι διπλωματικά, πολιτικά και νομικά, κάτι που επιβεβαιώθηκε ως πραγματικότητα στη συνάντηση του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια με τον Κύπριο ομόλογό του Νίκο Χριστοδουλίδη την Τρίτη. «Η διπλωματία των κανονιοφόρων έχει ευτυχώς παρέλθει ανεπιστρεπτί. Η στρατιωτικοποίηση και η τεχνητή κλιμάκωση μιας ήδη οξυμένης κατάστασης είναι η επωδός ταραξία στα αδιέξοδα των δικών του άστοχων επιλογών. Δεν είναι επιλογή ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους δικαίου» ήταν η χαρακτηριστική δήλωση του κ. Δένδια.

Η δήλωση αυτή βρίσκεται ουσιαστικά σε ευθυγράμμιση με την ανάλογη τοποθέτηση του Μάικ Πομπέο στην Αθήνα, ο οποίος όταν ρωτήθηκε σχετικά  χαρακτήρισε μεν «απαράδεκτη» και «παράνομη» την τουκρική γεώτρηση, λέγοντας πως «θα συνεχίσουμε να προσπαθούμε να πείσουμε τους Τούρκους ότι αυτά δεν είναι προς το συμφέρον κανενός», τόνισε ωστόσο πως «η διαμάχη δεν θα πρέπει να στρατιωτικοποιηθεί».  Ερωτηθείς δε στο Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος» σχετικά με την αντίδραση των ΗΠΑ σε μία ενδεχόμενη τουρκική απόβαση σε νησί, σε ένα ανάλογο σενάριο με εκείνο των Ιμίων, είπε: «Να είστε βέβαιοι ότι θα δράσουμε για να προστατεύσουμε και να διατηρήσουμε τις βασικές αξίες της κυριαρχίας ενός κράτους, του κράτους Δικαίου και της προστασίας της ιδιωτικής περιουσίας».

Με μια προσεκτικότερη δεύτερη ανάγνωση των απαντήσεων Πομπέο και στις δύο αυτές ερωτήσεις είναι σαφές ότι δεν δικαιολογείται ο ενθουσιασμός με τον οποίον έσπευσαν να περιβάλουν τις δηλώσεις αμερικανού ΥΠΕΞ τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης και απέχουν παρασάγγας από την ερμηνεία περί αμερικανικής παρέμβασης, ή ακόμη και περί εγγυήσεων, η οποία δόθηκε.

Το πλέον χειροπιαστό στοιχείο της επίσκεψης Πομπέο ήταν η ανανέωση της αμυντικής συνεργασίας και αυτό από ό,τι φαίνεται είναι που προκάλεσε την προσοχή της τουρκικής διπλωματίας. Άλλη χειροπιαστή εγγύηση η Αθήνα δεν έλαβε έναντι της Αγκυρας, όπως δεν λάμβανε εξάλλου και όλα τα προηγούμενα χρόνια, με τη διαφορά ότι τώρα η προαναφερθείσα αμφισημία της Ουάσινγκτον σε σχέση με τον Ερντογάν έρχεται να αποτελέσει μία επιπλέον πηγή ανησυχίας για την Ελλάδα.