Τη λέξη «συναίνεση» επαναλαµβάνουν όλο και περισσότερο από την πλευρά της κυβέρνησης όσο πλησιάζει η δύσκολη ώρα της ψήφισης του τέταρτου Μνηµονίου, του δεύτερου µε υπογραφή ΣΥΡΙΖΑ και Αλέξη Τσίπρα. Είναι αυτή η κακή συνήθεια της εκάστοτε κυβέρνησης να ζητάει συναίνεση όταν βρίσκεται αντιµέτωπη µε τα δύσκολα. Κι αυτή τη φορά είναι ακόµα χειρότερο, γιατί είναι ξεκάθαρο ότι ο Αλέξης Τσίπρας προσπαθεί να παγιδεύσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Βλέποντας ότι η Νέα ∆ηµοκρατία θα επικρατήσει εκλογικά, όποτε κι αν γίνουν εκλογές, ο πρωθυπουργός προσπαθεί να «φαλκιδεύσει» την πορεία της Φιλελεύθερης Παράταξης στο µέλλον.  

Ο Αλέξης Τσίπρας, µάλιστα, καταγράφει ακόµα µία πρωτιά µετά τα ψέµατα για την κατάργηση του Μνηµονίου, για αποφυγή περικοπών σε µισθούς και συντάξεις, αλλά και -πιο πρόσφαταγια τα µέτρα και τα αντίµετρα, που στη µία τσέπη θα έµπαιναν και από την άλλη θα έβγαιναν. Είναι η πρώτη φορά στα µεταπολιτευτικά χρονικά που ένας πρωθυπουργός έχει χάσει τη λαϊκή στήριξη και προσπαθεί να βάλει παγίδες στην επόµενη κυβέρνηση σε βάθος τριετίας, µε στόχους που είναι δύσκολο να πετύχει η ελληνική οικονοµία χωρίς αιµατηρές θυσίες από τον ελληνικό λαό. Ο πρωθυπουργός, µάλιστα, δεν µπορεί για έναν επιπλέον λόγο να κουνάει το δάχτυλο από το βήµα της Βουλής και να ζητάει συναίνεση από τη Νέα ∆ηµοκρατία. Γιατί όταν η Ελλάδα βρέθηκε στο χείλος του γκρεµού από τις δικές του εµµονές και παράτολµες κινήσεις, η Νέα ∆ηµοκρατία ήταν εκεί και, χωρίς να υπολογίσει πολιτικό κόστος και εσωκοµµατικές ισορροπίες, παρείχε συναίνεση στον Αλέξη Τσίπρα για να µην καταλήξει η Ελλάδα στα βράχια. Και το αποτέλεσµα ποιο ήταν; Η Νέα ∆ηµοκρατία έσωσε τη χώρα και ο Αλέξης Τσίπρας το εκµεταλλεύτηκε, κάνοντας πρόωρες εκλογές για να λύσει τα εσωκοµµατικά του προβλήµατα.  

Ο πρωθυπουργός, λοιπόν, είναι διπλά εκτεθειµένος, όταν ζητάει µε δηκτικό τρόπο συναίνεση. Από τη µία, όταν ήταν στην αντιπολίτευση και ονειρευόταν την εξουσία, είπε όσα ψέµατα δεν έχουν γραφτεί ούτε στα παραµύθια, κορόιδεψε τον ελληνικό λαό και σε κάθε αίτηµα συναίνεσης απαντούσε µε ένα «όχι», το οποίο παρουσίαζε ως περήφανο. Τόσο περήφανο όσο και η διαπραγµάτευση του πρώτου εξαµήνου του 2015, µε τα γνωστά αποτελέσµατα. Από την άλλη, την τελευταία φορά που πήρε τη συναίνεση την εκµεταλλεύτηκε για να λύσει τα δικά του προβλήµατα, αφήνοντας τη χώρα σε δεύτερη µοίρα. Με τον ίδιο τρόπο τώρα, αντί να προσπαθεί να κλείσει την αξιολόγηση µε κάθε τρόπο, πετάει το µπαλάκι στη Νέα ∆ηµοκρατία για συναίνεση. Κι αυτό όχι επειδή σκέφτεται το καλό της Ελλάδας, αλλά γιατί προσπαθεί για ακόµα µία φορά να ξεφύγει από τις παγίδες που κρύβει η Κουµουνδούρου µε τις συνιστώσες και τις τάσεις που, µε «φωτοβολίδες» τύπου «Θα σκεφτούµε αν θα ψηφίσουµε το τάδε», στέλνουν µηνύµατα προς την πλευρά του Μεγάρου Μαξίµου να µην είναι σίγουροι για την πολύτιµη δεδηλωµένη πλειοψηφία της συγκυβέρνησης. Η µεγάλη αλλαγή στο πολιτικό σύστηµα θα επιτελεστεί όταν η εκάστοτε αντιπολίτευση σταµατήσει να λέει ψέµατα και να υπόσχεται πράγµατα στους ψηφοφόρους τα οποία γνωρίζει εκ των προτέρων ότι δεν µπορεί να πραγµατοποιήσει.

Γιατί, µετά τη διακυβέρνηση της συµµαχίας ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ. ΕΛ. υπό τον Αλέξη Τσίπρα, θα κλείσει οριστικά ο κύκλος της Μεταπολίτευσης, µε την Αριστερά να µην έχει πλέον το επιχείρηµα ότι δεν κυβέρνησε ποτέ. Πλέον, το επιχείρηµα «δεν ξέραµε» και «παραλάβαµε καµένη γη και άδεια ταµεία» δεν υπάρχει. Ολοι όσοι βρίσκονται στη Βουλή και έχουν πιθανότητες να κάτσουν στα κυβερνητικά έδρανα έχουν περάσει από θέσεις εξουσίας και τραπέζια διαπραγµατεύσεων και ξέρουν από την καλή και από την ανάποδη ότι όσο µεγαλύτερες είναι οι υποσχέσεις που δίνουν όταν βρίσκονται στην αντιπολίτευση, τόσο περισσότερο θα εκτεθούν όταν θα περάσουν στην εξουσία και -επιπλέονθα είναι ακόµα µεγαλύτερη η άρνηση της τότε αντιπολίτευσης να παράσχει συναίνεση. Αυτός ο φαύλος κύκλος της στείρας άρνησης, του ψέµατος, του αιτήµατος για συναίνεση και τούµπαλιν ήρθε η ώρα να τερµατιστεί, όπως όλες οι µεταπολιτευτικές παθογένειες που αρχίζουν να εκλείπουν.