Πλησιάζοντας πλέον προς την τελική ευθεία των εκλογών, το ενδιαφέρον εντοπίζεται όλο και περισσότερο στα πιθανά σενάρια κατανοµής εδρών.

Το βασικό διακύβευµα, άλλωστε, «ποιο κόµµα προηγείται», είναι προ πολλού λυµένο ή, για να το πούµε πιο σωστά, δεν αµφισβητήθηκε ποτέ από τις εκλογές του 2019 µέχρι σήµερα.

Οι επικείµενες εκλογές θα διεξαχθούν µε την κεντρική διαπίστωση ότι το κυβερνών κόµµα εξακολουθεί πάνω-κάτω να διατηρεί από την αξιωµατική αντιπολίτευση την απόσταση εκλογικής επιρροής που πιστοποίησαν οι προηγούµενες εκλογές. Είναι, οµολογουµένως, εντυπωσιακό και, φυσικά, απολύτως πρωτότυπο στην εκλογική µας προϊστορία, αλλά δεν φτάνει για να απαντήσει στο κεντρικό ερώτηµα των νέων εκλογών.

Ακραίο σύστημα

Θα υπάρχει αυτοδύναµη κυβερνητική πλειοψηφία ή όχι; Εννοείται ότι το βράδυ των πρώτων εκλογών η απάντηση θα είναι αρνητική, λόγω του ακραία αναλογικού εκλογικού συστήµατος µε το οποίο αυτές θα διεξαχθούν. Απαιτείται ποσοστό κοντά στο 46%, από το οποίο προφανώς απέχει το προπορευόµενο κόµµα. Τέτοια ποσοστά «νίκης» δεν έχουν εµφανιστεί τις τελευταίες τρεις δεκαετίες.

Εποµένως, το µόνο που θα µπορούσε άµεσα να συζητηθεί είναι κάποια συνεργασία. Με την απόσταση, όµως, που υπάρχει µεταξύ Νέας ∆ηµοκρατίας και ΠΑΣΟΚ - ΚΙΝ.ΑΛ., όχι µόνο µετά το θέµα των υποκλοπών, αλλά ουσιαστικά από την πρώτη ηµέρα εκλογής του Ν. Ανδρουλάκη στην ηγεσία του τρίτου σε εκλογική δύναµη κόµµατος, το ενδεχόµενο δεν µοιάζει για την ώρα πιθανό.

Η λογική

Ας µην παραγνωρίζεται, άλλωστε, ότι η λογική κοµµατική επιλογή του νέου ΠΑΣΟΚ θα ήταν πράγµατι να παραµείνει στην αντιπολίτευση, επιδιώκοντας να υποκαταστήσει σταδιακά τον ΣΥΡΙΖΑ στη θέση του κύριου αντιπολιτευόµενου κόµµατος. Είναι ο ίδιος λόγος, φυσικά, που αναιρεί και τη σύµπραξή του µε τον ΣΥΡΙΖΑ, προκειµένου να εξεταστεί άλλη κυβερνητική λύση, χωρίς τη συµµετοχή του πρώτου κόµµατος.

Ενδεχόµενο που έχει αποκλείσει και ο Αλ. Τσίπρας, άλλωστε, εφόσον, όπως έχει πει, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι πρώτο κόµµα. Με αυτά τα δεδοµένα, εποµένως, η επανάληψη των εκλογών µοιάζει πολύ πιθανή, αν όχι βέβαιη. Τα διαθέσιµα στοιχεία των δηµοσκοπήσεων, όµως, δεν έχουν φωτίσει ακόµη αυτή την προοπτική. Μόνο περιορισµένα και αποσπασµατικά έχουν υπάρξει κάποιες σχετικές καταγραφές, µε την πιο πρόσφατη να προέρχεται από την εταιρεία Opinion Poll, όπως παρουσιάζεται στους πίνακες που δηµοσιεύονται.





Ανάμεσα σε δύο

Σύµφωνα µε αυτή την καταγραφή, σε περίπτωση επανάληψης των εκλογών, περίπου το 3,5% του εκλογικού σώµατος θα µπορούσε να επιλέξει ανάµεσα στα δύο προπορευόµενα κόµµατα χωρίς να τοέχει κάνει στις πρώτες εκλογές. Πιο συγκεκριµένα, σχεδόν 2% θα επέλεγε τη Ν.∆. και 1,5% τον ΣΥΡΙΖΑ. Ολα τα υπόλοιπα κόµµατα, χωρίς εξαίρεση, θα έχαναν κάποιο µικρό µέρος από την αρχική εκλογική τους δύναµη.

Βεβαίως, η καταγραφή αυτή θα πρέπει να θεωρηθεί ενδεικτική και µόνο. Κανείς δεν περιµένει από τις τρέχουσες δηµοσκοπήσεις να αποκρυπτογραφήσουν µε ακρίβεια τι θα µπορούσε να γίνει στην επόµενη από την επικείµενη εκλογική διαδικασία. ∆εν αποκλείεται, δηλαδή, τα ποσοτικά µεγέθη µεταβολής της εκλογικής συµπεριφοράς να είναι διαφορετικά και, πάντως, µεγαλύτερα από αυτά που υπολογίζονται σήµερα, όπως έχουµε δει, άλλωστε, και στις δύο προηγούµενες αντίστοιχες περιπτώσεις. Τόσο στις διπλές εκλογές του 2012 όσο και το 2019.

Την επόμενη

Αυτά θα κριθούν ουσιαστικά την εποµένη των πρώτων εκλογών, χωρίς όµως να παύει να έχει τη σηµασία του το διαγραφόµενο συµπέρασµα της τάσης ενίσχυσης των προπορευόµενων κοµµάτων. Εποµένως, τα στοιχεία της κατανοµής εδρών που παρουσιάζονται εδώ θα πρέπει να διαβαστούν και κάτω από αυτό το πρίσµα.

Ως µίνιµουµ ενδεχοµένως εκδοχές σε ό,τι αφορά την επίτευξη αυτοδυναµίας στα σενάρια των δεύτερων εκλογών, εξαιρώντας την Opinion Poll, όπου έχει συµπεριληφθεί η πρόθεση ψήφου που υπάρχει για τις δεύτερες εκλογές. Είναι, για παράδειγµα, χαρακτηριστικό ότι, αν και σε αυτή την περίπτωση είχαν γίνει οι ίδιοι υπολογισµοί µε τις άλλες εταιρείες, δηλαδή µε τα ίδια ποσοστά πρόθεσης ψήφου, αλλάζοντας µόνο ο εκλογικός νόµος, δεν θα είχαµε τις 159 έδρες που αποδίδονται, αλλά µόνο 153, δεδοµένου, άλλωστε, ότι σε κάθε 1% παραπάνω αντιστοιχούν 3 έδρες περισσότερο, όπως επιβάλλει η απλή αριθµητική σε ένα σώµα 300 µελών.

Πέντε κόμματα

Από την άλλη, θα πρέπει ασφαλώς να επισηµανθεί ότι τα στοιχεία της Opinion Poll αποδίδουν πεντακοµµατική Βουλή (µε την υπόθεση ότι το ΜέΡΑ25 δεν καταφέρει να περάσει το όριο του 3%) και, άρα, ευνοείται η επίτευξη πλειοψηφίας του πρώτου κόµµατος, διαπίστωση µε την οποία συµφωνούν, πάντως, και τα στοιχεία της GPO.

Παράλληλα, η αναγωγή που γίνεται προκειµένου να υπάρχουν ποσοστά χωρίς τις απαντήσεις της αδιευκρίνιστης επιλογής κόµµατος (αποχή, αναποφάσιστοι κ.λπ.) αποδίδει σχετικά πιο ευνοϊκά για τη Νέα ∆ηµοκρατία ποσοστά σε σχέση µε τις άλλες εταιρείες, όπως, π.χ., ειδικά η έρευνα της Rass που αποδίδει ευνοϊκή καταγραφή για το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛ., που αποκλίνει σχετικά από τις άλλες εταιρείες.





Η μεθοδολογία

Όπως και να έχει, αυτό που θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να διευκρινιστεί είναι η µεθοδολογία που εφαρµόζεται σε όλες τις περιπτώσεις και δεν είναι άλλη από την αναλογική κατανοµή στα κόµµατα της αδιευκρίνιστης στάσης, σύµφωνα µε τη διευκρινισµένη πρόθεση ψήφου που υπάρχει.

Πρόκειται ασφαλώς για την πιο κλασική αναγωγή που εφαρµόζεται παντού στον κόσµο, προκειµένου να έχει κανείς µια ιδέα, χωρίς αυτό να σηµαίνει φυσικά ότι είναι απόλυτα ασφαλής. Είναι µόνο ενδεικτική, λαµβάνοντας υπόψη τις τελευταίες και µόνο έρευνες που έχουν δηµοσιε υθεί, αλλά σίγουρα καλύπτει ένα βασικό πλαίσιο, που θα πρέπει να έχει κανείς υπόψη του. Τι, πάνω-κάτω, θα µπορούσαµε να αναµένουµε τόσο στις πρώτες εκλογές της αναλογικής όσο και στις επόµενες, που θα διεξαχθούν µε το λεγόµενο «µεταβαλλόµενο µπόνους» ενίσχυσης του πρώτου κόµµατος. Καταρρίπτοντας επίσης την απόλυτα λανθασµένη εντύπωση ότι η εφαρµογή του µπόνους ενισχύει δήθεν το πρώτο κόµµα µε έως 50 έδρες, ενώ είναι απλά ένας τεχνικός ονοµαστικός αριθµός, που στην πράξη αποδίδει 25-26 έδρες παραπάνω.

*Του Πάνου Σταθόπουλου, ειδικού εκλογικού αναλυτή.
*Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά στις 10 Δεκεμβρίου 2022.