«Καημένε Αθανασόπουλε, τι σου ‘μελλε να πάθεις, από κακούργα πεθερά τα νιάτα σου να χάσεις», έλεγε, μεταξύ άλλων, το τραγούδι που έγραψε ο ρεμπέτης Ιάκωβος Μοντανάρης και αναφέρεται στη στυγερή δολοφονία του Δημήτρη Αθανασόπουλου, το 1931.

Ο Δημήτρης Αθανασόπουλος γεννήθηκε στο χωριό της Μεγαλόπολης και ήρθε νεαρός στην Αθήνα, προκειμένου να σπουδάσει σε κάποια εμπορική σχολή. Το 1922, αφού τελείωσε το στρατιωτικό του, παντρεύτηκε τη Φούλα Κάστρου και με τη βοήθεια της ίδιας και της πεθεράς του, καθώς και συγγενών και φίλων του, ο Δημήτρης άρχισε να ασχολείται με τις εργολαβίες οικοδομών και δημοσίων έργων. Ωστόσο, παρά την επαγγελματική του επιτυχία, ο γάμος του πήγαινε από το κακό στο χειρότερο, με τον Αθανασόπουλο να κοιμάται τους τελευταίους έξι μήνες πριν τη δολοφονία του σε ξενοδοχείο και να επισκέπτεται το σπίτι του μόνο για να δει τα τρία του παιδιά και για να πάρει πλυμένα ρούχα.

*Διαβάστε εδώ: Εγκλήματα που συγκλόνισαν: Ο μαρτυρικός θάνατος της Ζωής Δαλακλίδου


Η νύχτα που έγινε το «έγκλημα του αιώνα»

Τη νύχτα της 4ης Ιανουαρίου του 1931, ο 36χρονος Αθανασόπουλος επέστρεψε μεθυσμένος στο σπίτι του, στη συνοικία Χαροκόπου και κακοποίησε άγρια την 25χρονη σύζυγό του, η οποία έσπευσε να ζητήσει τη βοήθεια της μητέρας της, της 45χρονης Αρτέμιδος Κάστρου.

Η «κακούργα πεθερά», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο τραγούδι, αφού έμαθε όλα όσα πέρασε η κόρη της στα χέρια του Αθανασόπουλου, αποφάσισε να αναλάβει δράση.

Έπεισε τον ανιψιό της Δημήτρη Μοσκιό, ο οποίος ήταν ερωτευμένος με τη Φούλα και αντιμετώπιζε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα, να πυροβολήσει τον Αθανασόπουλο, την ώρα που κοιμόταν στο κρεβάτι του. Αφού σιγουρεύτηκαν ότι ήταν νεκρός, αποφάσισαν να κάψουν το πτώμα του, με τη βοήθεια της υπηρέτριας του ζευγαριού Γιαννούλας Μπέλλου.

Μόλις συνειδητοποίησαν, όμως, ότι η μυρωδιά της καμένης σάρκας είχε καλύψει όλη την περιοχή, έσβησαν τη φωτιά, τεμάχισαν το πτώμα και το πέταξαν στο ρέμα του Ιλισού.

Η τύχη, όμως, δεν ήταν με το μέρος τους, καθώς τα πακέτα που περιείχαν το διαμελισμένο πτώμα του Αθανασόπουλου, εντοπίστηκαν πολύ γρήγορα από περαστικούς, ανήμερα της γιορτής των Θεοφανείων. Κι αυτό γιατί εκεί που πετάχτηκαν τα σακιά, το ρέμα ήταν ρηχό, με αποτέλεσμα αυτά να σκαλώσουν στην κοίτη και να γίνουν εύκολα αντιληπτά από διερχόμενους πολίτες.

Έτσι, το «έγκλημα του αιώνα», όπως χαρακτηρίστηκε από εφημερίδες της εποχής, αποκαλύφθηκε γρήγορα, με τη σύζυγο και την πεθερά του Αθανασόπουλου να καταδικάζονται σε θάνατο, την υπηρέτρια σε ισόβια και τον ανιψιό, που ήταν και ο φυσικός αυτουργός της δολοφονίας, σε 20 χρόνια κάθειρξη, καθώς το δικαστήριο του αναγνώρισε ορισμένα ελαφρυντικά, λόγω της ψυχολογικής του κατάστασης.

Παρά την ποινή που τους επιβλήθηκε, μητέρα και κόρη πέρασαν άνετη ζωή στις φυλακές, καθώς ο διευθυντής τους μαγεύτηκε από τα κάλλη της Φούλας. Μάλιστα, δεν παρέμειναν πολύ σε αυτές, καθώς η θανατική καταδίκη, με την οποία αρχικά τιμωρήθηκαν, μετατράπηκε σε δεκαετή φυλάκιση, με αποτέλεσμα το 1941 να είναι ξανά ελεύθερες.

Η Φούλα ξαναπαντρεύτηκε και ο δεύτερος γάμος της ήταν με τον Συνταγματάρχη Αγαπητό Κομήτη, η μητέρα της πέθανε το 1956 και ο Δημήτρης Μοσκιός που διέπραξε το έγκλημα εισήχθη στο Δρομοκαΐτειο, όπου και πέθανε λίγο αργότερα.