Οι ευρωπαϊκές εκλογές του Ιουνίου θα έπρεπε να είχαν κανονικά εξωστρεφή προσανατολισµό. Πρώτον, γιατί η προηγούµενη θητεία υπήρξε απόλυτη αποτυχία για την ελληνική ευρωοµάδα συνολικά, φυσικά και υπάρχουν εξαιρέσεις, εξαιτίας σωρείας εµπλοκής σε σκάνδαλα αλλά και λόγω ουσιαστικής απουσίας παρεµβάσεων προς το συµφέρον της χώρας. ∆εύτερον, γιατί οι εκπρόσωποι που θα εκλεγούν έχουν µπροστά τους µια πολύ κοµβική πενταετία τόσο για τη µετεξέλιξη της Ευρώπης όσο και για στρατηγικά συµφέροντα της Ελλάδας σε αυτή, που ακουµπούν την καθηµερινότητα των Ελλήνων.

Τίποτα από αυτά όµως δεν δείχνουν ότι θα κυριαρχήσουν στην προεκλογική περίοδο που ήδη ξεκίνησε σύµφωνα µε την οπτική των κοµµάτων. Υπάρχουν υπολογισµοί της εσωτερικής πολιτικής σκηνής που επικρατούν αλλά και φιλοδοξίες για την επόµενη τριετία µέχρι την αναγγελία της επόµενης προεκλογικής περιόδου στα τέλη του 2026. Τι επιζητούν τα ελληνικά πολιτικά κόµµατα από τις κάλπες του Ιουνίου;

Για την κυβερνητική παράταξη, τη Νέα ∆ηµοκρατία, κοµβικό ζήτηµα είναι να διατηρηθεί σε επίπεδο ποσοστών άνω του 30% στην κάλπη. Αυτό θα της δώσει την άνεση να εξακολουθήσει να βρίσκεται στη διακυβέρνηση σε συνθήκες µη αµφισβητούµενης πολιτικής ισχύος, τρέχοντας το πρόγραµµα που έχει εξαγγελθεί και διαχειριζόµενη εγχώριες και διεθνείς κρίσεις που θα προκύψουν µέχρι το τέλος της θητείας της. Αυτό φυσικά που ήδη δήλωσε ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης, ζητώντας ψήφο στήριξης και συσπείρωσης και όχι διαµαρτυρίας, είναι να µη δοθεί ευκαιρία στην αντιπολίτευση να διατηρήσει τα επόµενα χρόνια στάση αποσταθεροποιητική και προκλητική µε συνεχή επίκληση πρόωρων εκλογών. Φυσικά τα κόµµατα της αντιπολίτευσης είναι και κατακερµατισµένα και χωρίς εχέγγυα διακυβέρνησης, οπότε το πρόταγµα Μητσοτάκη για επιβεβαίωση ουσιαστικά της ψήφου των εθνικών εκλογών στις ευρωπαϊκές κάλπες, τηρουµένων των αναλογιών στα ποσοστά, αποκτά και βάθος και ένταση.

Στην πλευρά της αντιπολίτευσης η µετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ της εποχής Κασσελάκη µοιάζει περισσότερο µε κοινωνικό πείραµα και στη συνέχεια πολιτικό εγχείρηµα, µε παραδοσιακούς όρους, είναι να παραµείνει αξιωµατική αντιπολίτευση, χωρίς αµφισβητήσεις από το ΠΑΣΟΚ, πετυχαίνοντας ένα ποσοστό της τάξης αρχικά του 15%-18%, που θα του επιτρέψει να µπει µε πολύ καλούς όρους στον πολιτικό συσχετισµό της Κεντροαριστεράς - Αριστεράς της επόµενης τριετίας. Ο στόχος που έχει τεθεί, ό,τι και να λέγεται για τη δηµιουργία εντυπώσεων, είναι να αποτελέσει κεντρικό δίπολο µε τη Νέα ∆ηµοκρατία ως προς τη διεκδίκηση της διακυβέρνησης το 2027.

Το ΠΑΣΟΚ πιεσµένο από τις τελευταίες δηµοσκοπήσεις ψάχνει µε πόλωση και πρωτοβουλία των κινήσεων από την πλευρά της αντιπολίτευσης να αναστρέψει την εικόνα και ξεπερνώντας το 11%-13% να βρεθεί µε µεγαλύτερη επιρροή από τον ΣΥΡΙΖΑ ή τουλάχιστον να ισοσκελίσει τη διαφορά. Το πρόβληµα Ανδρουλάκη είναι ότι αν δεν πετύχει αυτό τον στόχο, θα βρεθεί υπό το πρίσµα αµφισβήτησης της ηγεσίας του στην αφετηρία της επόµενης τριετίας. Πρόβληµα για το ΠΑΣΟΚ αποτελεί και το νεότευκτο κόµµα Λοβέρδου, που εισπράττει όµως ψήφους όχι µόνον από το ΠΑΣΟΚ αλλά και από τη Νέα ∆ηµοκρατία.

Μάχη για την τέταρτη θέση δίνουν το ΚΚΕ µε υψηλό προφίλ και η Ελληνική Λύση του Βελόπουλου, µε τη µεγάλη εισροή ψηφοφόρων από τα δεξιά της Νέας ∆ηµοκρατίας. Η Ελληνική Λύση έχει φιλοδοξίες διακυβέρνησης για το 2027, σε µια περίπτωση που η Νέα ∆ηµοκρατία βρεθεί πρώτη αλλά χωρίς αυτοδυναµία. Η ΝΙΚΗ αναζητά επόµενη µέρα υπερβαίνοντας τα όρια της «θρησκευτικής σέχτας» και εµφανιζόµενη ως ένα ρεπουµπλικανικό, συντηρητικό κόµµα, υπερβαίνοντας το 5%. Η Κωνσταντοπούλου και η Νέα Αριστερά φιλοδοξούν στις εκλογές αυτές της πιο «χαλαρής ψήφου» να υπερβούν µε ασφάλεια τον πήχυ του 3%, ενώ το δεξιό αντι-woke σχήµα της Αφροδίτης Λατινοπούλου, που δεν εµπίπτει σε ρωσική επιρροή, να φθάσει το 3%.

Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή