Τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ, θέλοντας να βάλει μια «νάρκη» στην επερχόμενη Νέα Δημοκρατία υπό τον Κ. Μητσοτάκη απερχόμενος από την εξουσία το 2019, κατόρθωσε να χάσει την αξιοπιστία του στις εκλογές του Μαΐου 2023, «ρευστοποιούμενος» σε εκλογικά ποσοστά και πολιτική επιρροή, και τελικά να ανοίξει «κερκόπορτα» στο Κοινοβούλιο για την είσοδο τριών ακροδεξιών-υπερσυντηρητικών κομμάτων. Μεταξύ αυτών, των Σπαρτιατών, μετεξέλιξης της Χρυσής Αυγής με τις ευλογίες του Ηλ. Κασιδιάρη, παρά τις νομοθετικές προσπάθειες που προηγήθηκαν. Πέραν αυτών, με την επιλογή της απλής αναλογικής έσπασε το σύστημα του δικομματισμού σε βάρος του, μένοντας η Νέα Δημοκρατία το μόνο κόμμα διακυβέρνησης και ο Κ. Μητσοτάκης μοναδική υποψηφιότητα κυβερνήτη. Μάλιστα το «κατώφλι» του Κοινοβουλίου πέρασε τελικά και το κόμμα της Ζωής Κωνσταντοπούλου, που έχει ως έναν από τους κεντρικούς της στόχους, διακηρυγμένους, να πλήξει πολιτικά και ηθικά τον ΣΥΡΙΖΑ και προσωπικά τον Αλ. Τσίπρα. Η πλήρης αποτυχία εξάλλου του ΣΥΡΙΖΑ σε στρατηγικό επίπεδο δημιούργησε το πλαίσιο μιας συντριπτικής ήττας της κυβερνώσας Αριστεράς-Κεντροαριστεράς, αφού τόσο ο τρόπος που άσκησε την αντιπολίτευση για μια τετραετία όσο και η επιπολαιότητά του να επαναφέρει και μάλιστα χωρίς σοβαρή επικαιροποίηση και επεξεργασία στο επίκεντρο της εκλογικής του καμπάνιας το «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» του 2014-2015, μαζί με την απολύτως ατυχή επιλογή να επιχειρήσει να δώσει περιεχόμενο στη χωρίς κατεύθυνση λειτουργικότητα της απλής αναλογικής με την προώθηση κυβερνήσεων συνασπισμού με ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, ΜέΡΑ25, ΚΚΕ, οδήγησαν τελικά το όλο εγχείρημα και τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ στα βράχια.

Το χειρότερο όμως που πέτυχε ο ΣΥΡΙΖΑ με τις επιλογές και τις πολιτικές του είναι να δημιουργηθεί μια πλήρης σύγχυση στους ψηφοφόρους με τις διαδοχικές εκλογές. Έτσι, ψηφίζοντας οι πολίτες με αποφασιστικότητα στις εκλογές της 21ης Μαΐου και δίδοντας ισχυρή πλειοψηφία στη Νέα Δημοκρατία και τον πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη, φθάνοντας στο σημείο σχεδόν να υπάρξει αυτοδυναμία σε έδρες παρά την απλή αναλογική, αδιαφόρησαν σε έναν βαθμό για τη συμμετοχή τους, παρά την προσπάθεια εγρήγορσης, στις εκλογές της 25ης Ιουνίου. Σημειωτέον ότι χθες σημειώθηκε το μεγαλύτερο ποσοστό αποχής στη μεταπολιτευτική ιστορία: 600.000-700.000 ψηφοφόροι λιγότεροι στις κάλπες σε σχέση με τις εκλογές του Μαΐου. Και αυτό έμοιαζε φυσικό, αφού οι πρώτες εκλογές είχαν τόσο ξεκάθαρο αποτέλεσμα ως προς την επικράτηση της Νέας Δημοκρατίας και την επανεκλογή του Κ. Μητσοτάκη στην πρωθυπουργία, με τον ΣΥΡΙΖΑ να υπολείπεται περί τις 20 μονάδες, που οι δεύτερες εκλογές κατέληξαν μια τυπικού χαρακτήρα διαδικασία. Και κάτι τέτοιο επιβεβαιώθηκε ως προς την ασφαλή αυτοδυναμία της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Αλλά όχι και ως προς τη σύνθεση του παρόντος Κοινοβουλίου. Από σήμερα και μέχρι το 2027 θα έχουμε σε μια πολύ δύσκολη ιστορικά διεθνή και ευρωπαϊκή συγκυρία μια οκτακομματική Βουλή, που θα θυμίζει «ριάλιτι» ή «χάβρα λαϊκισμού» και όχι Κοινοβούλιο. Με πολλά σχήματα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας. Με πολλές κραυγές και συνθήματα και καθόλου ποιοτικό διάλογο από τα αριστερά.

Ο κυβερνητισμός Μητσοτάκη άντεξε και εξήλθε ισχυρός από τη μακρά εκλογική διαδικασία. Ο κοινοβουλευτισμός αντίθετα επλήγη καίρια και αυτό θα γίνει φανερό τους επόμενους μήνες. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αν και δεν θα αποτελεί πλέον εναλλακτική επιλογή διακυβέρνησης, ούτε κάποιο άλλο κόμμα της Κεντροαριστεράς-Αριστεράς, θα έχει τη βασική ευθύνη για μια πολύ σημαντική αρνητική εξέλιξη για την πολιτειακή λειτουργία της Ελληνικής Δημοκρατίας και του κομματικού συστήματος. Κι όμως όλα ήταν θέμα απλής λογικής…

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 26/6