Η επόμενη τετραετία, με ορίζοντα το 2027, προβλέπεται κρίσιμη σχετικά με ένα κορυφαίο για τους Έλληνες ζήτημα, όσες διεθνείς κρίσεις και αν προκύψουν, όσα αναπάντεχα γεγονότα και να χρειαστούν επείγουσες διαχειρίσεις, όποιο και αν είναι το κλίμα στον δημόσιο διάλογο εντός και εκτός Κοινοβουλίου: τη συγκρότηση ενός νέου κράτους. Αυτού που θα βρίσκεται σε πλήρη ισχύ το 2030-2035 και θα ανταποκρίνεται στις προκλήσεις και τις προδιαγραφές του «επερχόμενου» και όχι του «πεπερασμένου». Είναι φανερό ότι οι πολίτες ψηφίζουν και «επενδύουν» στον κυβερνητισμό Μητσοτάκη. Ο πρωθυπουργός, μετά την εμπειρία της πρώτης τετραετίας, με τα θετικά και τα αρνητικά της, δείχνει πολύ έτοιμος και απελευθερωμένος να προχωρήσει σε μια λειτουργική, εθνική προσπάθεια για τη συγκρότηση ενός νέου κράτους. Όχι στη βάση εκσυγχρονισμών και μεταρρυθμίσεων στο υπάρχον κράτος, αλλά στη βάση της μετεξέλιξης σε ένα άλλο κράτος.

Στην παρούσα φάση δεν δίδονται υποσχέσεις, πλην κάποιων βασικών. Όπως η συνέχεια της αύξησης μισθών, η εκ νέου μείωση των φόρων, η διάρθρωση ενός νέου Εθνικού Συστήματος Υγείας, η ολοκλήρωση στο πεδίο της Παιδείας, η αποκατάσταση ενός μέρους των «χαμένων» για τους πολλούς, εξαιτίας της κατάρρευσης της οικονομίας και των Μνημονίων της περασμένης δεκαετίας. Πέραν αυτών φυσικά και θα εξελιχθούν νέες, ξένες και εγχώριες, επενδύσεις, θα στηριχθεί η επιχειρηματικότητα, θα εξελιχθούν τα μεγάλα έργα υποδομών και ούτω καθεξής. Όλα αυτά αποτελούν το προγραμματικό πλαίσιο της Νέας Δημοκρατίας μέχρι το 2027.

Το σημαίνον όμως, που δεν μπορεί να αποτελέσει δέσμευση προεκλογική, αλλά κυρίαρχο ζητούμενο, είναι το «εποικοδόμημα» όλων αυτών. Ένα νέο κράτος από τους Έλληνες για την Ελλάδα. Βασικό προαπαιτούμενο για να συμβεί αυτό είναι να νιώσουμε το κράτος ως «ιδιοκτησία» μας. Να πάψουμε δηλαδή να νομίζουμε ότι είμαστε νομάδες, πρόσφυγες, μετανάστες ή εκτοπισμένοι σε ένα ξένο κράτος. Να νιώσουμε μέτοχοι και «αφεντικά» στο κράτος μας. Να πάψουμε να κινούμαστε σαν «κατσαπλιάδες» απέναντι στο δημόσιο συμφέρον. Να νιώσουμε και να λειτουργήσουμε σαν «αφεντικά» και όχι σαν «παραγιοί» μέσα σε αυτό. Στην παρούσα φάση δεν «τρέχει» κανενός τύπου εθνικός διχασμός. Η «κομματοκρατία» που μας κατατρύχει μεταπολιτευτικά δείχνει «ξεδοντιασμένη». Ο κακώς νοούμενος συνδικαλισμός της «καμένης γης», όταν οι μόνιμες απεργίες και η «επαναστατική γυμναστική» γονάτιζαν τις επιχειρήσεις και τη λειτουργία του Δημοσίου, αποτελούν παρελθόν.

Οι επερχόμενες εκλογές, όπως όλα δείχνουν, δεν θα δώσουν απλώς μια ισχυρή κυβέρνηση, αλλά και μια προσωρινή «παύση» ακόμη και του δικομματισμού. Τα επόμενα χρόνια ανοίγουν ένα «παράθυρο ευκαιρίας» για τη συγκρότηση μιας νέας εθνικής πραγματικότητας, όχι στη βάση θεωρητικών προσεγγίσεων ή πολιτικών ιδεολογημάτων, ως προς την κρατική και διοικητική οντότητά μας. Αλλά εκεί που οι δεξιοί, κεντρώοι και αριστεροί συνδέονται. Η κατάσταση του κράτους, η δυναμική της παραγωγικής οικονομίας, η ενσωμάτωση τεχνολογιών, όπως στην προηγούμενη τετραετία συνέβη με τη σχέση κράτους - πολίτη με αφορμή την πανδημία, αποτελούν συνισταμένη μιας υποσχόμενης ευημερίας που δεν έχει κομματικό και ιδεολογικό πρόσημο με τη στενή έννοια. Το μέλλον έχει προκλήσεις. Όχι μόνον γεωπολιτικές, αλλά οντολογικές. Ο νέος αιώνας δείχνει το βάθος του. Ο κόσμος της τεχνητής νοημοσύνης τις προκλήσεις. Χρειαζόμαστε κοινές εγγυήσεις για ένα νέο κράτος που θα μας αφορά και θα μας εκπροσωπεί. Κυβερνήτη έχουμε: τον κ. Μητσοτάκη. Τον δυνατόν καλύτερο… με την ψήφο εμπιστοσύνης του λαού.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 15/6