Το δύσβατο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες υποβάθμισης του επιχειρηματικού περιβάλλοντος της χώρας. Παρά τις παρεμβάσεις και τα νομοσχέδια που έχουν κατατεθεί τα τελευταία χρόνια, από διαδοχικές κυβερνήσεις, για την αντιμετώπιση του φαινομένου, οι ρυθμοί εκδίκασης υποθέσεων παραμένουν απελπιστικά αργοί, αγγίζοντας συχνά την αρνησιδικία. Σύμφωνα με τους εκπροσώπους του δικαστικού κλάδου, υπάρχουν σήμερα περίπου 600.000 αδίκαστες υποθέσεις στην Ελλάδα. Το μεγαλύτερο δε πρόβλημα εντοπίζεται στα διοικητικά δικαστήρια, όπου εκκρεμούν περισσότερες από 250.000 δικογραφίες.

Με αυτά τα δεδομένα, μόνο έκπληξη δεν προκαλεί το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι σήμερα ουραγός της Ευρώπης, ως προς την ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης. Σύμφωνα με τον δείκτη Enforcing Contracts Indicator της έρευνας Doing Business 2018 της Παγκόσμιας Τράπεζας, χρειάζονται κατά μέσο όρο 1.580 ημέρες, δηλαδή πάνω από τέσσερα χρόνια, για να επιβληθεί δικαστικά η εφαρμογή μιας σύμβασης στην Ελλάδα, ενώ ο μέσος χρόνος στην Ευρώπη δεν ξεπερνά τις 486 ημέρες. Για να υπάρξει σύγκριση με γειτονικές ανταγωνίστριες χώρες, αξίζει να σημειωθεί ότι ο αντίστοχος χρόνος στην Βουλγαρία είναι 564 ημέρες και στην Αλβανία 523.

Το πρόβλημα είναι σαφώς πολυδιάστατο. Κι έχει στη ρίζα του, πέραν των λειτουργικών αδυναμιών του συστήματος, μια βαθιά πληγή: αυτή της πολυνομίας και της κακονομίας που χαρακτηρίζει τη ρυθμιστική παραγωγή του ελληνικού κράτους. Η Ελλάδα πάσχει από υπερπληθώρα νομικών ρυθμίσεων, οι οποίες πολύ συχνά περιέχουν ασαφείς, δυσνόητους, ακόμα και αλληλοαναιρούμενους κανόνες. Συνέπεια, μια από τις πολλές, αυτού του φαινομένου είναι να δημιουργείται ένας τεράστιος όγκος υποθέσεων, τις οποίες η Δικαιοσύνη αδυνατεί να διεκπεραιώσει εγκαίρως.

Ήδη για το θέμα των καθυστερήσεων στην απονομή δικαιοσύνης, η Ελλάδα έχει οδηγηθεί επανειλημμένα στα ευρωπαϊκά δικαστήρια, όπου έχει καταδικαστεί ως τώρα πάνω από 400 φορές, αντιμετωπίζοντας πρόστιμα συνολικού ύψους 8,5 εκατ. ευρώ. Το κόστος ωστόσο για την οικονομία είναι πολύ μεγαλύτερο. Η εκκρεμοδικία επιβαρύνει τις επιχειρήσεις με υψηλό διοικητικό κόστος και κόστος κεφαλαίου, οδηγεί συχνά στη ματαίωση σημαντικών επενδύσεων, κλονίζει το αίσθημα ασφάλειας δικαίου και αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα αντικίνητρα για τις άμεσες ξένες επενδύσεις.

Η επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης αναδεικνύεται, επομένως, σε κρίσιμης σημασίας ζητούμενο, για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Κρίσιμος παράγοντας για την επιτυχία αυτής της προσπάθειας, πέρα από την αύξηση της ταχύτητας εκδίκασης, είναι και η παράλληλη μείωση του όγκου των υποθέσεων που φθάνουν στα δικαστήρια. Αυτό απαιτεί, κατ’ αρχήν αναβάθμιση της ποιότητας της νομοθετικής διαδικασίας, με ουσιαστικό νομοθετικό προγραμματισμό και μείωση του ρυθμιστικού όγκου, μέσα από τον εξορθολογισμό και έλεγχο προσθηκών και τροπολογιών. Παράλληλα, όμως, είναι ανάγκη να αξιοποιηθούν καλύτερα θεσμοί όπως η Διαμεσολάβηση, που μπορούν αποδεδειγμένα να συμβάλουν στη μείωση της δικαστικής ύλης, στη βελτίωση της αξιοπιστίας της απονομής δικαιοσύνης, αλλά και του επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Παρά το ότι στην Ελλάδα η Διαμεσολάβηση έχει θεσμοθετηθεί από το 2010, είναι γεγονός ότι μέχρι στιγμής δεν έχει αξιοποιηθεί στο βαθμό που θα μπορούσε και που χρειάζεται. Το παράδειγμα της Ιταλίας – που θεσμοθέτησε την υποχρεωτική διαμεσολάβηση ως απάντηση σε ανάλογο πρόβλημα – αλλά και άλλων ευρωπαϊκών χωρών, όπου η διαμεσολάβηση αποτελεί τον κανόνα για την επίλυση διαφορών, μπορεί να μας δείξει το δρόμο. Είναι πλέον προφανές ότι, χωρίς τολμηρές και ριζικές αλλαγές παντού, η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας θα αργήσει πολύ.