Αφού για μία 20ετία πορεύτηκε μέσω δανεισμών και φαντασιώσεων σε μια «ελεύθερη τροχιά», σίγουρη ότι το κακό θα έμενε πάντοτε μακριά από τη χώρα μας, η αστική πολιτική τάξη κατέρρευσε απότομα το 2010. Η από μέρους της άθλια διαχείριση της μείζονος επιλογής για συμπόρευση της Ελλάδας με την ΕΟΚ και αργότερα με τις χώρες της ευρωζώνης έφερε τη βαριά ήττα.

Τη δική της και της χώρας ολόκληρης. Το πρώτο βαθύ τραύμα που δέχθηκε το πολιτικό σύστημα εξουσίας, στις εκλογές του Μαΐου 2012, μένει ανοικτό έως και σήμερα. Και παρά το γεγονός ότι το μη αναγνωρισμένο, πλην γνήσιο, τέκνο του ηττηθέντος δικομματισμού, ο ΣΥΡΙΖΑ, κυβερνά από το 2015 πολύ άσχημα, η αστική πολιτική τάξη δεν μπορεί να ανασυντάξει τις δικές της κατακερματισμένες δυνάμεις.

Λείπουν η παραδοχή και η ανάλυση της ήττας, λείπει και η αναζήτηση σχεδίων για εθνική ανασύνταξη στη βάση μιας νέας «Ιδέας» για την Ελλάδα, λείπει η πολιτική αναδιοργάνωσή της. Γι’ αυτό και ουσιαστικά δεν ανανεώθηκε το πολιτικό προσωπικό της. Τα αστικά κόμματα που αντιμάχονται την κυβέρνηση της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, η Νέα Δημοκρατία και από κοντά η Κεντροαριστερά ακολουθούν με συνέπεια την «κλασική» γραμμή: Επιδιώκεται η ήττα των κυβερνώντων στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση και από εκεί και πέρα «βλέπουμε».

Στο μεταξύ, θα συνεχίζεται ως αναπόφευκτη η ταπείνωση της χώρας από τους «θεσμούς», με το Βερολίνο να οδηγεί το άρμα των Ευρωπαίων δανειστών της. Το εντυπωσιακό αυτής της γραμμής είναι ότι παραμένει σε ισχύ, ενώ όλοι οι σοβαροί οικονομικοί αναλυτές, Ελληνες και ξένοι, εκτιμούν στη βάση στοιχείων ότι η ανάκαμψη της Ελλάδας δεν είναι μόνο υπόθεση μίας «ρύθμισης» του χρέους και κάποιων μεταρρυθμίσεων, όπως π.χ. στον φορολογικό τομέα.

Όλοι τους επιμένουν στο ότι το «ελληνικό ζήτημα» είναι σύνθετο, διότι συνδέεται με την ανάγκη νομοθετημένων, «επαναστατικών» αλλαγών σε όλο το παραγωγικό σύστημα της χώρας. Και βεβαίως μια τέτοια επιχείρηση δεν είναι δυνατόν να αναληφθεί από μία μονοκομματική κυβέρνηση (διαρκώς πτυόμενη από την αντιπολίτευση) ή από μια συγκυριακή, εξ ανάγκης, συνεργασία δύο ή τριών κομμάτων. Αλλά υπάρχει τώρα και το άλλο ζήτημα, που ταλαιπωρεί τον αστικό πολιτικό χώρο: Η θεωρούμενη ως απολύτως αναγκαία για το «σύστημα» διαμόρφωση ενός τρίτου πόλου, που πρέπει να παρεμβάλλεται μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και Ριζοσπαστικής Αριστεράς ως παράγων «ισορροπίας» του συστήματος. Στο πλαίσιο της «κλασικής» σχολής αυτή η λογική. Ετσι, οδηγούμαστε στο σημερινό «δράμα» της Κεντροαριστεράς.

Εδώ, το πρόβλημα είναι άξιο προσοχής και πάντως ενδεικτικό της μεγάλης σύγχυσης ενός αστικού πολιτικού κόσμου, εσωτερικά πανίσχυρου έως το 2009-10. Φορτωμένη με προβλήματα ευκρινούς πολιτικο-ιδεολογικής ταυτότητας από την εποχή της αποδοχής της Συνθήκης του Μάαστριχτ (1993), μετά της Ν.Δ., και των όρων της ευρωζώνης στη συνέχεια, η δύστυχη Κεντροαριστερά υποφέρει ως γενικώς «προοδευτική» παράταξη. Θέλει να είναι ολίγον αριστερή, ολίγον τι σοσιαλιστική, αλλά και σοσιαλδημοκρατική, κατά τα παλαιά ευρωπαϊκά μοντέλα, όμως και «απέναντι» στη φιλελεύθερη Κεντροδεξιά των καιρών μας, από την οποία δεν ξεχωρίζει σε τίποτε επί της ουσίας ήδη απ’ τα μέσα της δεκαετίας του ’90. Ομως, πώς θα σταδιοδρομήσει ως «τρίτος πόλος», αν δεν πείσει το κοινό ότι ξεχωρίζει σε κάτι από τη «γαλάζια» Κεντροδεξιά;

Πώς αυτή η Κεντροαριστερά της «Δημοκρατικής Συμπαράταξης» θα πείσει την πολύ καλά πλέον «διαβασμένη» κοινωνία ότι την ενδιαφέρει κάτι περισσότερο από την εκλογική επιβίωσή της; Μπερδεμένο άσχημα, λοιπόν, το πολιτικό δυναμικό που συνδέθηκε με τα Μνημόνια και τα αποκαλυπτήρια της μεγάλης εθνικής ήττας είναι θυμωμένο με το ότι συνεχίζει να κυβερνά την Ελλάδα μια Αριστερά που μόλις πρόσφατα άφησε στην άκρη την κουδουνίστρα της, γιατί ανακάλυψε ότι ο κόσμος είναι κακός. Κατανοητό αυτό. Ομως, στον πολιτικό χώρο τα πρόσωπα που προβληματίζονται για τη διάταξη των αστικών κομματικών δυνάμεων σε μια επόμενη εκλογική μάχη ανήκουν σχεδόν όλα σε μια πολιτική κουλτούρα διαμορφωμένη στα χρόνια του «παλαιού καθεστώτος». Και αυτό καθυστερεί σήμερα πολλά