Το δημογραφικό ζήτημα, που επιβεβαιώνει τη συρρίκνωση του πληθυσμού της Ελλάδας, μπορεί να προκάλεσε προ ημερών μια πρωτοβάθμια ταραχή στην κοινή γνώμη και σε πολιτικούς παράγοντες. Ομως, σίγουρα δεν προκάλεσε έκπληξη στους επιστήμονες που παρακολουθούν και καταγράφουν συστηματικά τα οικονομικά και κοινωνικά στοιχεία της πορείας που ακολούθησε η χώρα την τελευταία 40ετία ως δημοκρατική χώρα της ελεύθερης αγοράς και πλήρες μέλος της Κοινότητας των Ευρωπαίων. Το δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας δεν κρύβει μεγάλα μυστικά, τα στοιχεία του είναι απολύτως ευανάγνωστα και επιβεβαιώνουν όχι μόνο τα δυσάρεστα αποτελέσματα της κρίσης του 2010, των μνημονίων, της επέλασης του κορονοϊού, αλλά και κάτι πολύ μεγαλύτερο: την ιστορικών διαστάσεων μείζονα πολιτική αποτυχία όλων όσοι διαχειρίστηκαν τις οικονομικές υποθέσεις της Ελλάδας.

Οι γεννήσεις διαρκώς μειώνονται όσο αυξάνονται η οικονομική ανασφάλεια και η κακή ποιότητα ζωής των πολιτών, εκατοντάδες χιλιάδες Ελληνες έχουν φύγει στο εξωτερικό και ήδη πολλοί νέοι επιθυμούν και σχεδιάζουν τη φυγή τους σε ξένες χώρες. Σήμερα το ανθρώπινο δυναμικό της Ελλάδας έχει πλέον μέγεθος ανάλογο με τη μείωση της παραγωγικής βάσης της χώρας τις περασμένες δεκαετίες.

Η πολιτική ήττα αφορά όλο το πολιτικό φάσμα της χώρας, που απέτυχε παταγωδώς να συνδέσει τις «αναπτυξιακές» πολιτικές του με τη βελτίωση της ζωής των πολιτών στη μεγαλύτερη δυνατή πλειονότητά τους. Ολες οι κυβερνήσεις μετρούσαν επί δεκαετίες την «ανάπτυξη» τεχνικά, ως ποσοστό του ΑΕΠ, και γυρνούσαν την πλάτη στην «άλλη» πραγματικότητα: Η κοινωνία, σε μεγάλο ποσοστό της, όχι μόνο δεν εισέπραττε απτά κέρδη από την «ανάπτυξη» που διαφήμιζαν οι κυβερνήσεις, αλλά η ζωή της γινόταν ολοένα και πιο δύσκολη, πολύ πριν από την «καταιγίδα» του 2010, που πιστοποίησε την εθνική ήττα. Η «ανάπτυξη» δεν κατέβαινε «κάτω», το κράτος και οι ιδιώτες ζούσαν επί έτη με δανεικά. Η ανεργία φούσκωνε, οι νεόπτωχοι είχαν αυξηθεί ήδη στο ξεκίνημα του 21ου αιώνα, νέες παραγωγικές γραμμές δεν άνοιγαν, ο πρωτογενής τομέας μαράζωνε, οι νέοι δεν έβρισκαν δρόμους ανοικτούς, δεκάδες χιλιάδες πολίτες με πανεπιστημιακούς τίτλους και ειδικά προσόντα έφτιαχναν βαλίτσες, έφευγαν και εγκαθίσταντο στο εξωτερικό, όπου έβρισκαν καλοπληρωμένες δουλειές.

Με αυτά τα δεδομένα, ήταν δυνατόν να… αυξηθεί ο πληθυσμός της Ελλάδας;

Ισως ήρθε ο καιρός να σκεφτούν οι κάθε «χρώματος» πολιτικοί διαχειριστές των εθνικών πραγμάτων να προσδιορίσουν την «ανάπτυξη» με μοναδικό κριτήριο την ευθεία σχέση της με την ποιότητα ζωής που δίνει στην ελληνική κοινωνία. Αν αυτό δεν γίνει, τα περί «ανάπτυξης» πολιτικά λόγια όχι μόνο θα γίνουν κάποια στιγμή «αέρας κοπανιστός», αλλά θα προκαλέσουν ισχυρές εντάσεις, όπως αυτές που σημειώνονται ακόμα και σε βιομηχανικά ισχυρές χώρες της Ευρώπης, όπου και εκεί από λανθασμένες επιλογές το νόημα της λέξης «ανάπτυξη» έχει διαστρεβλωθεί και παράγει θυμό και απελπισία σε εκατομμύρια πολίτες. Για την Ελλάδα, με τη συγκεκριμένη γεωπολιτική της θέση, είναι βεβαίως περιττό να ειπωθεί πόσο δυσμενείς συνέπειες έχει για τα συμφέροντα και την εθνική ασφάλειά της η έλλειψη παραγωγικού δυναμικού και η μείωση του πληθυσμού της.

Η χώρα μας, μέλος της Ε.Ε., αποτελεί μεν μια «ιδιαιτερότητα», αλλά δεν κινείται φυσικά σε δική της, ελεύθερη τροχιά και δεν είναι ανεπηρέαστη απ’ όσα συμβαίνουν στον χώρο της Ευρώπης. Σημασία έχει, όμως, το σημείο από το οποίο ξεκινά η «κάθοδος» μιας χώρας. Και στη δική μας περίπτωση, η παραγωγική κατηφόρα ξεκίνησε από τα χαμηλά.

Ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώνεται, λοιπόν, και μάλιστα σε μια Ευρώπη όπου οι ειδικοί υπολογίζουν ότι στα μέσα του αιώνα μας θα έχει μόνο το 7% του παγκόσμιου πληθυσμού (το 1950 το ποσοστό αυτό ήταν 20%). Οι πολιτικοί επιστήμονες υπολογίζουν, δε, ότι η έλλειψη μιας νέας, κοινής ευρωπαϊκής αντίληψης για ανάπτυξη και ποιότητα ζωής θα οδηγήσει την Ευρώπη σε σύνθλιψή της από το δίπολο ΗΠΑ - Κίνας.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 6 Αυγούστου 2022