Σπουδαίες πολιτικές συγκινήσεις δεν προσφέρει, ως γνωστόν, στην κοινωνία μας η πολιτική σκηνή της χώρας, καθώς η διαρκώς «σφοδρή» αντιπαράθεση κυβέρνησης - αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει πλέον καταστεί μια υπόθεση καθημερινής ρουτίνας υπό τη σκιά της πανδημίας. Ήταν έτσι φυσικό να προκαλέσει αυτόν τον μήνα μια κάποια συγκίνηση για λίγες ημέρες στο κοινό η υπόθεση της εκλογής νέου αρχηγού στο ΚΙΝ. ΑΛ.-ΠΑΣΟΚ. Βέβαια, τα όσα σχολιαστικά ειπώθηκαν για το ζήτημα αυτό από την πλειονότητα των μέσων ενημέρωσης ήταν βιαστικά, υπερβολικά και εν πολλοίς αβαθή. Αιτία γι’ αυτό ήταν μάλλον η δίψα για κάτι νέο και «αλλιώτικο» στην πολιτική ζωή του τόπου, αφού εδώ και καιρό τίποτε δεν μας καταπλήττει, τίποτε το αξιόλογο δεν έρχεται να διακόψει τη ρουτίνα των πληκτικών «αναμετρήσεων» και τα χασμουρητά που αυτές προκαλούν στους πολίτες.

Έτσι, λοιπόν, ο τελευταίος μήνας του χρόνου μάς προσέφερε το «χάπενινγκ» της ανάδειξης αρχηγού στο ΚΙΝ.ΑΛ., όπου η εκλογή του ευρωβουλευτή κ. Ν. Ανδρουλάκη θεωρήθηκε ότι αυτομάτως και αυτονοήτως προκάλεσε την «ανάσταση» του ΠΑΣΟΚ και την εκ νέου ανατολή του σκονισμένου πράσινου ήλιου του. Μέσα από αυτήν τη φαντασμαγορία ξαναγεννήθηκε σε μια νύχτα και η «ελληνική σοσιαλδημοκρατία», που τόσοι στην Ελλάδα έχουν αγαπήσει, χωρίς να την έχουν ποτέ στ’ αλήθεια δει με τα μάτια τους.

Πρέπει πάντως να παραδεχθούμε ότι ένας λόγος που προκάλεσε για δύο και πλέον εβδομάδες ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον αυτή η υπόθεση στην πολιτική κοινωνία μας είναι ότι στις εσωκομματικές εκλογές του ΚΙΝ.ΑΛ. για την ανάδειξη αρχηγού πήρε μέρος ως υποψήφιος ο Γιώργος Παπανδρέου, δίνοντας με τη διεκδίκησή του αυτήν έναν αέρα επιθεωρησιακής φαιδρότητας στο όλον πράγμα. Ο αδέξιος ποδηλάτης, πρώην πρωθυπουργός, ήταν στη σκηνή των εσωκομματικών εκλογών σκηνοθέτης και μοναδικός πρωταγωνιστής της μονόπρακτης φαρσοκωμωδίας «ο κ. Γιώργος Παπανδρέου», κι αυτό δεν μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητο τον αριστοφανικό, κυρίαρχο λαό μας.

Η υπόθεση του ΠΑΣΟΚ - ΚΙΝ.ΑΛ. ως κόμματος της «Κεντροαριστεράς» είναι ανοικτή, καθώς είναι ασαφές το τι συνιστά εκεί «ανανέωση»

Όλα τούτα ανήκουν πλέον στο παρελθόν. Τα όσα συνέβησαν στο ΚΙΝ.ΑΛ.-ΠΑΣΟΚ αυτόν τον Δεκέμβριο δεν αποτέλεσαν στ’ αλήθεια κορυφαίο πολιτικό γεγονός, παρά μόνον μια εξέλιξη στους κόλπους της αδύναμης σήμερα «Κεντροαριστεράς», που ενδεχομένως θα αποκτήσει αργότερα πολιτικό βάρος ικανό να απειλήσει τον παρόντα κυρίαρχο δικομματισμό Ν.Δ. - ΣΥΡΙΖΑ. Στον αληθινό κόσμο αυτό που έχει συμβεί είναι ότι στην εκλογική αναμέτρηση Ανδρουλάκη - Παπανδρέου προσήλθαν να ψηφίσουν λιγότεροι από τους μισούς που ψήφισαν ΚΙΝ.ΑΛ. στις τελευταίες εκλογές, το 2019 (αυτά ήταν τα πραγματικά όρια της «μαζικής» προσέλευσης). Στον αληθινό κόσμο, στο κόμμα του οποίου ηγείται ο κ. Ανδρουλάκης, δεν είναι γνωστό ακόμη αν το ΚΙΝ.ΑΛ. απορροφά το ΠΑΣΟΚ ή αν συμβαίνει το ανάποδο. Δεν υφίσταται ακόμη κανένα σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης, στο οποίο έχει απλώς αναφερθεί ο νεοεκλεγείς αρχηγός, υπάρχει ακόμη πενία προτάσεων, δεν υφίσταται κανένα συγκεκριμένο οικονομικόκοινωνικό πρόγραμμα διακυβέρνησης και βέβαια δεν είναι ακόμη γνωστό το πώς εννοεί η νέα ηγεσία το ΠΑΣΟΚ ως «μία σύγχρονη δύναμη ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας» (ο ορισμός σε άρθρο του Ν. Ανδρουλάκη στα «Νέα», 11/12). Για την ώρα, λοιπόν, η υπόθεση του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛ. ως κόμματος της «Κεντροαριστεράς» είναι ανοικτή, καθώς είναι ασαφές το τι συνιστά εκεί «ανανέωση», το πώς νοείται από την ηγεσία του σήμερα το «Κέντρο» και η «Αριστερά». Ασαφές είναι το τι σημαίνει στο ΠΑΣΟΚ «πρόοδος» και «προοδευτικός πολίτης», όπως ασαφές είναι και το τι θα σήμαινε προσεχώς η «σύγχρονη σοσιαλδημοκρατική πρόταση», στην οποία αναφέρεται η νέα ηγεσία. Όλα τούτα μένει να απαντηθούν το 2022, οπότε και θα κριθεί επί της ουσίας το αν η ανανέωση προσώπων στα ηγετικά κλιμάκια -που φαίνεται ότι αναζήτησε πλειοψηφικά η βάση του κόμματος- θα έχει αντιστοιχία με μια πολιτική ανανέωσή του.