Είναι τουλάχιστον αφελής η εκτίμηση ότι ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ, κ. Τζο Μπάιντεν, θα «στριμώξει» οπωσδήποτε την Τουρκία κατά τρόπο που εξ αντανακλάσεως θα αποβεί σίγουρα επωφελής για την εθνική ασφάλεια της Ελλάδας. Το διεθνές γεωπολιτικό σκηνικό στη στενή και την ευρύτερη περιοχή μας είναι σύνθετο, εξαιρετικά περίπλοκο, και η επιθετική πολιτική της Τουρκίας εναντίον της Ελλάδας είναι μόνον ένα ζήτημα μεταξύ άλλων. Οι εξελίξεις στην περιοχή μας είναι πολλές και «τρέχουν». Είναι γι’ αυτό υπόθεση επίδειξης ιδιαίτερων δεξιοτήτων της ελληνικής ηγεσίας η οργάνωση μιας αποτελεσματικής εθνικής στρατηγικής με το καλύτερο ανθρώπινο και τεχνικό δυναμικό που μπορεί να διαθέσει προς τούτο η χώρα σήμερα. Η Ελλάδα, χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε., μπορεί να αξιοποιήσει τα στρατηγικά πλεονεκτήματα της στη γραμμή Στενών - Σουέζ, τα οποία, άλλωστε, της αναγνωρίζουν οι ΗΠΑ και ανησυχούν την Τουρκία, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να υπολογίζει σήμερα και αύριο μόνο στο τι μπορεί να σκέπτεται το επιτελείο του Τζο Μπάιντεν για την Αγκυρα. Οι ΗΠΑ τώρα σχεδιάζουν τις «νέες» πολιτικές τους στην Εγγύς Ανατολή και στην «περιπλοκή» της Ανατ. Μεσογείου.

Η Αθήνα θα έπρεπε να κινηθεί ταχέως προκειμένου να «δεσμεύσει» τη στρατιωτική σύμμαχο της, Ουάσινγκτον, σ’ ένα σχέδιο αντιμετώπισης πολεμικών «επεισοδίων» στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, λόγω Τουρκίας. Είναι δουλειά της κυβέρνησης αυτό. Ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν μπορεί να μη συμπαθεί την Τουρκία του Ερντογάν, αλλά δική του δουλειά και πρώτιστο καθήκον του είναι η προάσπιση των στρατηγικών συμφερόντων των ΗΠΑ.
Η Αθήνα θα έπρεπε να κινηθεί ταχέως προκειμένου να ενισχύσει τις άμυνές της και να «δεσμεύσει» τη στρατιωτική σύμμαχό της, Ουάσινγκτον
Ολοι οι στρατηγικοί αναλυτές, Αμερικανοί και Ευρωπαίοι, που ασχολούνται σήμερα με την πολιτική του καθεστώτος Ερντογάν, εκτιμούν ότι η Ουάσινγκτον επιθυμεί να «συνετίσει» τον «ρωσόφιλο» Τούρκο πρόεδρο με την υπόθεση των πυραύλων S-400 στο κέντρο των σχέσεων με την Αγκυρα, αλλά βέβαιο θεωρείται ότι ο Τζο Μπάιντεν δεν θα ήθελε να «χάσει» τη ΝΑΤΟϊκή Τουρκία και να τη «σπρώξει» στη Μόσχα. Διεθνείς αναλυτές ενημερώνουν, μάλιστα, την Αθήνα ότι το Στ. Ντιπάρτμεντ και το Πεντάγωνο των ΗΠΑ προτιμούν να παραμείνει η Τουρκία ως «μεσαία δύναμη» στην Ανατολική Μεσόγειο - πράγμα που εμμέσως επηρεάζει τις ελληνοτουρκικές υποθέσεις και το Κυπριακό. Επιπλέον, στη υπόθεση της Λιβύης εκτιμάται από τους ίδιους κύκλους ότι οι ΗΠΑ, ανήσυχες με την παρουσία της Ρωσίας εκεί, προτιμούν να βλέπουν τη Γερμανία, την Ιταλία και την Ισπανία «κόντρα» στη Γαλλία, να συνεργάζονται με την Τουρκία. Κι όλα αυτά ο πρόεδρος Μπάιντεν θα τα χειρίζεται με τη σκέψη στη «μεγάλη εικόνα» του τετραγώνου Γερμανίας, Ρωσίας, Κίνας και Ιράν.

Η ελληνική ηγεσία διαθέτει το πλεονέκτημα των στρατηγικών και ενεργειακών «δρόμων», που προσφέρει στις ΗΠΑ και στο Ισραήλ, και της παροχής αεροπορικών «ανοιγμάτων» στη Σαουδική Αραβία και στα Ην. Εμιράτα. Γνωρίζει, βεβαίως, η Αθήνα ότι η «γερμανική» γραμμή στην Ε.Ε. (διατυπωμένη και στη χώρα μας) είναι να «ξεκολλήσει» η Ελλάδα από τις συμμαχίες της με τον αντίπαλό της Τουρκίας αραβικό κόσμο στην Ανατ. Μεσόγειο.

Γνωρίζει, όμως, η Αθήνα και ότι η Ουάσινγκτον είναι ο «νονός» αυτών των συμμαχιών, ότι δεν επιθυμεί να είναι απόλυτο «αφεντικό» σε αυτήν την περιοχή η Τουρκία, ούτε «δική» της η Κύπρος. Και, επιπλέον, οι ελληνικές υπηρεσίες γνωρίζουν ότι ο «κόντρες» της Ουάσινγκτον με τη Σ. Αραβία θα πάρουν τέλος σε επόμενη φάση.

Ολα αυτά τα στοιχεία, που περιλαμβάνονται στις στρατηγικές των ΗΠΑ, εφάπτονται με την αναμενόμενη «τουρκική» πολιτική της προεδρίας Τζο Μπάιντεν. Η Αθήνα καλείται από βετεράνους και ανώτερους διπλωμάτες και από πρώτης γραμμής αναλυτές διεθνολόγους να διαχειριστεί με ισχυρή διπλωματική μηχανή και άμυνα την εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση, που είναι η ανάδειξη της στρατηγικής θέσης της χώρας στην ευρύτερη περιοχή της και την ενίσχυση του θώρακα εθνικής ασφαλείας της Ελλάδας.