H ανακήρυξη του Τζο Μπάιντεν ως νικητή των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ έγινε δεκτή με ενθουσιασμό, περίπου επιπέδου απελευθέρωσης από ξένο ζυγό.

Ξεχώρισαν ασφαλώς τα μηνύματα ηγετών που τα προηγούμενα χρόνια είχαν ταλαιπωρηθεί -μεταξύ άλλων- και από τα πικρόχολα σχόλια του Ντόναλντ Τραμπ στο Twitter.

Ουδείς μπορεί να προβλέψει πόσο θα τραβήξει η υπόθεση των Αμερικανικών εκλογών με την εμμονή του Τραμπ ότι κέρδισε τις εκλογές, διαχωρίζοντας τις ψήφους σε νόμιμες (οι δικές του) και παράνομες (του αντιπάλου του).

Το πιο πιθανό είναι ο Τζο Μπάιντεν να ορκιστεί στις 20 Ιανουαρίου 2021 ο 46ος πρόεδρος των ΗΠΑ, με το ρεκόρ του μεγαλύτερου σε ηλικία που περνά το κατώφλι του Λευκού Οίκου. Με την επίσης ιστορική επισήμανση ότι έχει στο πλευρό την πρώτη γυναίκα αντιπρόεδρο της χώρας.

Το έργο του θα είναι εξαιρετικά δύσκολο. Δεδομένου ότι η νίκη του δεν ήταν σαρωτική, ο Μπάιντεν θα γνωρίζει κάθε μέρα που βρίσκεται στον Λευκό Οίκο ότι οι μισοί σχεδόν συμπολίτες του δεν τον ψήφισαν.

Αυτό δεν είναι κακό, δεδομένου ότι σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, αυτοί είναι οι όροι του παιχνιδιού. Το κακό είναι ότι στη συνείδηση πολλών από αυτών που δεν τον ψήφισαν θα μείνει ότι οι Δημοκρατικοί έκλεψαν τις εκλογές.

Όπως ακριβώς στα χρόνια του Τραμπ, οι μισοί και πλέον που δεν τον ψήφισαν, μαζί με την πολιτική ηγεσία των Δημοκρατικών, ισχυρίζονταν ότι κέρδισε τις εκλογές με τη βοήθεια της Ρωσίας. Μέχρι και στην Γερουσία τον παρέπεμψαν με το ερώτημα της καθαίρεσης.

Δεν είναι καλός αυτός ο διχασμός. Ούτε ο αέρας ρεβανσισμού.

Το δυσκολότερο όμως κομμάτι για τον νέο πρόεδρο και το κόμμα του είναι ότι ενδέχεται να μην ελέγχει τη Γερουσία, ενώ και στη Βουλή το προβάδισμα των Δημοκρατικών έχει μειωθεί. Πλήρωσαν σε έδρες τα συνθήματα, τύπου «defund the Police».

Ασφαλώς ο πρόεδρος των ΗΠΑ και το Κόμμα του μπορούν να βρουν τρόπο συνεννόησης με τους Ρεπουμπλικάνους. Συνηθίζεται στις ΗΠΑ η συνεννόηση. O Μπάιντεν μπορεί να κυβερνήσει και με Εκτελεστικά Διατάγματα, το έχουν κάνει και άλλοι. Είναι όμως σοβαρό πολιτικό εμπόδιο να μην ελέγχει το κόμμα του προέδρου τη Γερουσία. Ιστορικά έχει αποδειχθεί τροχοπέδη για την εφαρμογή πολιτικής.

Μπορεί βέβαια να αναμείνει τις ενδιάμεσες εκλογές του 2022, όταν και θα ανανεωθεί μέρος της Βουλής και της Γερουσίας, μήπως και πάρει τον έλεγχο. Αν τα πάει καλά, ίσως κερδίσει και τη Γερουσία, αν όχι, μπορεί να χάσει ολοκληρωτικά το Κογκρέσο.

Υπάρχουν ίσως και πιο άσχημα νέα. Συνήθως στις ΗΠΑ ο τέως και οι πρώην πρόεδροι πηγαίνουν σπίτι τους ή βγάζουν χρήματα από ομιλίες σε Πανεπιστημία και Φόρουμ. Με την τρέχουσα πολιτική κατάσταση σπανίως ασχολούνται. 

Θα κάνει το ίδιο ο Τραμπ; Ο ίδιος δεν είναι πολιτικός. Μήπως έχει στόχο να ξεκινήσει τον δικό του πρωτότυπο «ανένδοτο» μέσω Twitter ή άλλων δραστηριοτήτων για να θυμίζει διαρκώς στο ακροατήριο ότι «του έκλεψαν τις εκλογές»;

Ο Τραμπ δεν συνετρίβη, όπως μας διαβεβαίωναν ΜΜΕ και Ινστιτούτα Ερευνών, αντίθετα διεύρυνε την εκλογική βάση των Ρεπουμπλικάνων. Ακροατήριο θα υπάρχει. Και σε τέσσερα χρόνια θα είναι στην ηλικία που σήμερα είναι ο νεοεκλεγείς πρόεδρος.

Και τα δύσκολα δεν τελειώνουν για τον Μπάιντεν: Υπάρχει ένα πιο ριζοσπαστικό τμήμα των Δημοκρατικών που περιμένει πολλά από τη νέα διοίκηση.

Ασφαλώς και δεν πρόκειται να δει την αστυνομία να αφοπλίζεται, ούτε το FBI να καταργείται, ούτε να σταματούν οι επιχειρήσεις με drones. Περιμένει όμως πιο προοδευτικές πολιτικές, όπως συχνά ακούμε στην Ευρώπη. Θα τους ικανοποιήσει ο νέος πρόεδρος ή θα κινηθεί στα πιο γνώριμα και συμβατικά μονοπάτια των Δημοκρατικών, σκορπώντας απογοήτευση;

Σε ένα τμήμα της Ευρώπης, η εκλογή Μπάιντεν προκαλεί ανακούφιση. Αυτό βέβαια δεν θα εμποδίσει τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν να θεωρεί «κλινικά νεκρό» το ΝΑΤΟ, αλλά σε κάθε περίπτωση, θα υπάρχει ένας πιο αξιόπιστος και κόσμιος συνομιλητής.

Οι ΗΠΑ θα επιστρέψουν στη Συμφωνία των Παρισίων για το Κλίμα, προφανώς και στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Θα σταματήσουν μάλλον και οι εμπορικοί πόλεμοι, με εξαίρεση ίσως τη μάχη Boeing με Airbus.

Η αμερικανική διπλωματία έχει να κάνει με το πρόσωπο που θα αναλάβει επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Πάντως, τα νέα δεν είναι πολύ ευχάριστα, τουλάχιστον βάσει των πρώτων ονομάτων που ακούστηκαν.

Οι σχέσεις με τη Ρωσία του Πούτιν -ψυχρές ήδη από τα τελευταία χρόνια της προεδρίας Ομπάμα- είναι ένα τεράστιο ζήτημα για την αμερικανική ηγεσία, όπως και η Κίνα.

Η Μέση Ανατολή και ο Περσικός Κόλπος έχουν τις δικές τους ιδιαιτερότητες. Περιέργως, επί Τραμπ υπήρξαν ιστορικές αλλαγές, όπως η ομαλοποίηση των σχέσεων του Ισραήλ με χώρες του Περσικού Κόλπου.

Αλλά και εδώ δεν θα πρέπει κανείς να περιμένει ραγδαίες μεταβολές. Προφανώς θα γίνει πιο δύσκολη η όποια νέα προσέγγιση με το Ιράν για το πυρηνικό του πρόγραμμα. Η Σαουδική Αραβία (κυρίως), τα Εμιράτα και το Μπαχρέιν θα χάσουν έναν εξαιρετικά σημαντικό σύμμαχο, όπως υπήρξε ο Ντόναλντ Τραμπ, αλλά οι όποιες μεταβολές στην αμερικανική πολιτική θα πάρουν χρόνο.

Το Κατάρ είναι μια ξεχωριστή περίπτωση. Εκεί βρίσκεται μια από τις σημαντικότερες αεροπορικές βάσεις των ΗΠΑ, ωστόσο, το εμιράτο τελεί υπό μποϊκοτάζ από αρκετές αραβικές χώρες. Η νέα αμερικανική διπλωματία θα επιχειρήσει να λύσει αυτόν το γόρδιο δεσμό, ωστόσο, δεν είναι βέβαιο ότι θα τα καταφέρει.

Όσο για το Ισραήλ, η ήττα Τραμπ αποτελεί πλήγμα για τον πρωθυπουργό, Μπέντζαμιν Νετανιάχου, αλλά ας κρατούν μικρό καλάθι στην Παλαιστινιακή Αρχή.

Όσον αφορά στη δική μας γωνιά, καλύτερα να μην τρέφουμε αυταπάτες. Στη Μεσόγειο, στη Συρία, στη Λιβύη και αλλού, ο Ερντογάν κερδίζει αυτό που θέλει διά της δημιουργίας τετελεσμένων που ενισχύονται από την πολιτική κατευνασμού της Δύσης και το «κλινικά νεκρό» ΝΑΤΟ.

Στην καλύτερη περίπτωση, να είναι πιο «ηχηρά» τα μηνύματα για συνεννόηση ή διαπραγμάτευση. Και αυτό δεν είναι ποτέ καλό νέο.