Συνοπτικά, η κυβέρνηση του Ντουµπάι στοχεύει να παρέχει υπηρεσίες µε ψηφιακά µέσα και να αλλάξει ριζικά το πώς διαχειρίζεται το εµιράτο και τον τρόπο µε τον οποίο αλληλεπιδρά µε τον πληθυσµό του, για παράδειγµα, µέσω της χρήσης του ψηφιακού µετασχηµατισµού και των τεχνολογιών αιχµής.

Το Συµβούλιο Κυβερνοασφάλειας των ΗΑΕ, που ιδρύθηκε τον Νοέµβριο του 2020, έχει ως αποστολή την ανάπτυξη ολοκληρωµένης κυβερνοστρατηγικής για την ασφάλεια και την οικοδόµηση ασφαλούς υποδοµής στον κυβερνοχώρο. Πρόκειται για ένα έθνος, όπου τα οράµατα γίνονται πραγµατικότητα στα ΗΑΕ. Πρόεδρος του συµβουλίου είναι ο δρ Μοχάµεντ Χαµάντ Αλ Κουβέιτι, επικεφαλής της ασφάλειας στον κυβερνοχώρο για την κυβέρνηση των ΗΑΕ. Υπό τον Αλ Κουβέιτι διασφαλίζει την ικανότητα ταχείας αντίδρασης για την καταπολέµηση του κυβερνοεγκλήµατος.

Τα ΗΑΕ είχαν ήδη αρχίσει να παίρνουν µέτρα για να ενθαρρύνουν τους επαγγελµΑτίες και τους φοιτητές να ακολουθήσουν καριέρα στον τοµέα της ασφάλειας στον κυβερνοχώρο. Ανέπτυξαν ένα εθνικό πρόγραµµα βραβείων για την υποστήριξη της ακαδηµαϊκής έρευνας, των νεοφυών επιχειρήσεων και των εταιρειών που εφαρµόζουν µέτρα προστασίας. ∆ηλωµένος στόχος της εθνικής στρατηγικής για την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο µετά το 2019 ήταν να αναπτυχθούν περισσότεροι από 20.000 τοπικοί επαγγελµατίες στον τοµέα της ασφάλειας στον κυβερνοχώρο.

Το συµβούλιο, πέρα από τον κυβερνοχώρο των ΗΑΕ και τη δηµιουργία ενός νοµικού και κανονιστικού πλαισίου που θα καλύπτει όλους τους τύπους εγκληµάτων στον κυβερνοχώρο, συµβάλλει στην εξασφάλιση των υφιστάµενων τεχνολογιών και στη δηµιουργία ενός ισχυρού «εθνικού σχεδίου περιστατικών στον κυβερνοχώρο», ώστε να είναι δυνατή και συντονισµένη η αντιµετώπισή τους.

Το Συµβούλιο Κυβερνοασφάλειας των ΗΑΕ αγκαλιάζει πλήρως την ιδέα της λήψης βοήθειας από εξωτερικούς εµπειρογνώµονες, όπως αποδείχθηκε από τις πρόσφατες συνεργασίες µε τη Huawei, την AWS και την Deloitte. Αυτές οι συνεργασίες ακολουθούν τη στρατηγική των HAE για την ανάπτυξη της τοπικής τεχνογνωσίας στον τοµέα της τεχνολογίας µε τη βοήθεια καθιερωµένων ξένων παικτών. Τα HAE αγοράζουν την τεχνολογία από δυτικές εταιρείες, όπως η McAfee. Ο Τόνι Φόρτιν από το Observatoire des Armements («Παρατηρητήριο Εξοπλισµών»), µια γαλλική ΜΚΟ που κάνει εκστρατεία για µεγαλύτερη διαφάνεια στο εµπόριο όπλων, λέει: «Οπως και µε τα συµβατικά όπλα, οι πωλήσεις εργαλείων παρακολούθησης δεν είναι απλώς εµπορικές συναλλαγές. Είναι συνεργασίες πληροφοριών που αντιπροσωπεύουν µια µακροπρόθεσµη δέσµευση για τις εµπλεκόµενες χώρες». Και λόγω αυτών των συνεργασιών και του αριθµού των καλωδίων που διέρχονται από το έδαφος των HAE, ο Τζέιµς Σάιερς, ειδικός στον τοµέα της κυβερνοασφάλειας στο Πανεπιστήµιο Λάιντεν στην Ολλανδία, λέει ότι είναι πιθανό πως «το Αµπου Ντάµπι έχει συλλέξει δεδοµένα και τα έχει παράσχει στην Ουάσινγκτον», στο πλαίσιο του «πολέµου κατά της τροµοκρατίας».

Τον Ιανουάριο του 2019 το Reuters ανέφερε ότι τα ΗΑΕ είχαν συγκεντρώσει µια οµάδα Αµερικανών µισθοφόρων, πολλοί από τους οποίους ήταν πρώην πράκτορες της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας (NSA) - για να χακάρουν και να παρακολουθούν επιΚριτές του καθεστώτος και αντιφρονούντες δηµοσιογράφους. Σύµφωνα µε τους «New York Times», η κυβέρνηση των ΗΑΕ ήταν πελάτης της εταιρείας κυβερνοκατασκοπείας NSO Group και πιάστηκε να εγκαθιστά το κατασκοπευτικό λογισµικό της στο τηλέφωνο ενός αντιφρονούντος.

Πράγµατι, ένα από τα λογισµικά που έχουν σε µεγάλη εκτίµηση οι αρχές των Εµιράτων είναι το Gotham της αµερικανικής εταιρείας Palantir (προµηθευτή των αµερικανικών και γαλλικών µυστικών υπηρεσιών), τη διαχείριση του οποίου στο τµήµα της εµιρατιανής NESA ανέλαβε υπεργολαβικά η εταιρεία Cyberpoint, µε µια οµάδα που περιελάµβανε πάνω από δέκα πρώην πράκτορες της αµερικανικής Υπηρεσίας Εθνικής Ασφαλείας. Αυτή η µυστική οµάδα φέρεται να βοήθησε τα Ηνωµένα Αραβικά Εµιράτα να εγκαταστήσουν κατασκοπευτικό λογισµικό στα τηλέφωνα ή στους υπολογιστές των στόχων και να παρακολουθούν άλλες κυβερνήσεις, διαφωνούντες και ακτιβιστές για τα ανθρώπινα δικαιώµατα που επικρίνουν τη µοναρχία.

Μέσα στη µυστική οµάδα των «χάκερ» Αµερικανών µισθοφόρων -του Project Raven («Πρόγραµµα Κοράκι»)- των Ηνωµένων Αραβικών Εµιράτων δηλώνεται ότι συµµετέχει η Λόρι Στρουντ, µια πρώην αναλύτρια της NSA. Η Στρουντ είχε προσληφθεί από έναν αµερικανικό «κοντράκτορα» σε θέµατα κυβερνοασφάλειας, για να βοηθήσει τους Εµιρατιανούς να εξαπολύσουν επιχειρήσεις «hacking». Η ίδια και η οµάδα της, εφαρµόζοντας τις µεθόδους που είχαν µάθει στην «κοινότητα» των αµερικανικών µυστικών υπηρεσιών, εµφανίζεται να εργάζονται µε βάση µια ειδικά διαµορφωµένη έπαυλη στο Ντάµπι, γνωστή εσωτερικά ως «Η βίλα». Η έρευνα του Reuters ήταν η πρώτη που αποκάλυψε την ύπαρξη του Project Raven, παρέχοντας έναν σπάνιο εσωτερικό απολογισµό των κρατικών επιχειρήσεων hacking και αποσταθεροποίησης γειτονικών κρατών του Κόλπου, όπως για παράδειγµα το Κατάρ.

Προχώρησαν και στη χρήση του λογισµικού Pegasus της ισραηλινής εταιρείας NSO Group, γνωστού πλέον από τα σκάνδαλα παρακολούθησης πολιτικών και πολιτών στη ∆ύση. Σύµφωνα µε τις αποκαλύψεις αυτές και την οµολογία της Λόρι Στρουντ, τα ΗΑΕ κατασκόπευαν δηµοσιογράφους του BBC και του ΑΙ Jazeera (Κατάρ). Τα ΗΑΕ εµφανίζονται να αγοράζουν τεχνολογίες κυβερνοπαρακολούθησης από δυτικές και κινεζικές εταιρείες. Τρεις αξιοσηµείωτες συνεργασίες, όπως προαναφέρθηκε, είναι µε τη Huawei, την Amazon Web Services (AWS) και την Deloitte. 

Ο µυστηριώδης Ισραηλινός επιχειρηµατίας Μάτι Κοτσάβι φέρεται ότι παρείχε στα ΗΑΕ ένα προηγµένο αεροσκάφος επιτήρησης (Falcon Eye), µε σκοπό τη συλλογή ηλεκτρονικών πληροφοριών. Το γεγονός ότι δεν υπάρχουν πλήρεις διπλωµατικές σχέσεις µεταξύ του Ισραήλ και των HAE και άλλων χωρών του Περσικού Κόλπου δεν εµπόδισε αυτή την ανεπίσηµη σχέση. Η ιστορία του Project Raven αποκαλύπτει πώς πρώην χάκερς της αµερικανικής κυβέρνησης χρησιµοποίησαν υπερσύγχρονα εργαλεία κυβερνοκατασκοπείας για λογαριασµό µιας ξένης υπηρεσίας πληροφοριών, η οποία κατασκοπεύει ακτιβιστές για τα ανθρώπινα δικαιώµατα, δηµοσιογράφους και πολιτικούς αντιπάλους της.

Ολα συγκλίνουν στο ότι, από το 2016, το Αµπου Ντάµπι αποφάσισε να απεξαρτηθεί από τους ∆υτικούς συµµάχους του και να δηµιουργήσει τη δική του δοµή κυβερνοασφάλειας/κυβερνοεπίθεσης, για να µπορεί να υπερβαίνει τις «κόκκινες γραµµές» της νοµοθεσίας. Ετσι, γεννήθηκε το DarkMatter, το οποίο στοχοποίησε ακόµα και Αµερικανούς πολίτες ή επιχειρήσεις. «Η επιτήρηση δεν χρησιµεύει µόνο για την απόκτηση πληροφοριών. Είναι και µια τακτική που χρησιµοποιείται πρώτα απ’ όλα για εκφοβισµό και καταστολή», όπως λέει η Μάρουα Ματάφτα, ακτιβίστρια της «Access Now», µιας οργάνωσης για την Υπεράσπιση των Ανθρωπίνων ∆ικαιωµάτων την Εποχή της Τεχνητής Νοηµοσύνης. Οι γυναίκες είναι ιδιαίτερα ευάλωτες στην κυβερνοπαρακολούθηση, εξηγεί η παλαιστινιακής καταγωγής ακτιβίστρια στη «Monde Diplomatique», καθώς οι ευαίσθητες πληροφορίες για την προσωπική τους ζωή µπορούν πιο εύκολα να τις καταστρέψουν στις χώρες αυτές όπου υπάρχουν ακόµη διακρίεις σε βάρος τους.

«Η διείσδυση στην ιδιωτική ζωή και στους οικείους χώρους, η κατασκοπεία των επικοινωνιών µε την οικογένεια και τα αγαπηµένα πρόσωπα είναι µια µορφή βίας, που αποσκοπεί στη φίµωση των θυµάτων», επισηµαίνει η Ματάφτα.

Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 6/5